Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Café de Flore [Ζαν-Μαρκ Βαλέ, 2011]

Άλλη μια ταινία μάς έρχεται από τον Γαλλόφωνο Καναδά. Αυτή τη φορά πρόκειται για τον αξιόλογο Ζαν-Μαρκ Βαλέ (Jean-Marc Vallée), που έκανε αίσθηση το 2005 με το C.R.A.Z.Y. και γύρισε την κάπως πιο συμβατική Βασίλισσα Βικτώρια: Τα χρόνια της νιότης το 2009. [Αναρωτιέμαι τον λόγο που μεσολάβησαν τέσσερα χρόνια για να ξανακάνει ταινία παρά την επιτυχία του C.R.A.Z.Y.] Όπως και στο φιλμ του 2005, σημαντικό ρόλο παίζει κι εδώ η μουσική. Τότε ένα τραγούδι της Πάτσι Κλάιν έδινε το όνομά του στον τίτλο, τώρα έχουμε το ομότιτλο ορχηστρικό κομμάτι του Μάθιου Χέρμπερτ που παίζει κυρίαρχο ρόλο στο έργο - όχι μόνο ως μουσικό ντεκόρ αλλά και συνδέοντας τους δύο βασικούς φιλμικούς χωροχρόνους: στο Παρίσι της δεκαετίας του '60 ακούγεται η κλασική τζαζ εκδοχή ενώ στο σύγχρονο Μοντρεάλ η διασκευή του Doctor Rockit.


Η ταινία ξεκινάει με τον Αντουάν (πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο του τραγουδιστή-τραγουδοποιού Κέβιν Πάρεντ), την αγαπημένη του Ροζ (Εβελίν Μπροσί) και τις δύο κόρες του, χωρίς οικονομικά ή άλλα προβλήματα, στο πλούσιο σπίτι του με την πισίνα. Ο Αντουάν είναι επιτυχημένος επαγγελματίας DJ που γυρίζει όλο τον κόσμο παίζοντας μουσική. Σύντομα θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η απόλυτα ευτυχισμένη εικόνα είναι απατηλή. Ο 40άρης Αντουάν κάνει ψυχοθεραπεία για να ξεπεράσει τις ενοχές που αισθάνεται γιατί "πρόδωσε" την πρώτη του σύζυγο Καρόλ (Ελέν Φλοράν) και τις κόρες τους. Μέσα από διάφορα φλασμπάκ, βλέπουμε τον εφηβικό έρωτά του με την Καρόλ (αργούμε ίσως να καταλάβουμε ότι πρόκειται γι' αυτούς επειδή η ομοιότητα δεν είναι προφανής), που τους ένωνε η μουσική και μια βαθιά πεποίθηση ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Η Καρόλ έχει σοβαρό πρόβλημα να αποδεχτεί ότι η Ροζ τής πήρε τον μοναδικό άντρα της ζωής της ("ποτέ δεν έχω φιλήσει άλλον άντρα"). Ταυτόχρονα, αρχίζει ένα δεύτερο αφηγηματικό νήμα στο Παρίσι του 1969, όπου η Ζακλίν (Βανέσα Παραντί) φέρνει στον κόσμο έναν γιο με σύνδρομο Ντάουν. Η απόλυτη αγάπη της για τον μικρό Λοράν θα την οδηγήσει να γίνει μια κυριαρχική μητέρα που δεν θα επιτρέψει στον γιο της να δώσει την αγάπη του σε καμιά άλλη. Οι δυο ιστορίες προχωράνε παράλληλα και μόνο προς το τέλος ο σκηνοθέτης θα τις συνδέσει, αφήνοντας ωστόσο την ερμηνεία στον χώρο της μεταφυσικής.


Ο Βαλέ ξέρει σίγουρα να δημιουργεί ένταση εκεί που χρειάζεται. Μας δίνει εξαιρετικές εικόνες με άρτιο μοντάζ που πηγαινοέρχεται στον χώρο και στον χρόνο, συνδέοντας συνήθως τα κάδρα του με τη μουσική - με τους Pink Floyd (Breathe, Speak to Me, The Great Gig in the Sky, Time) να κυριαρχούν, μαζί με τα ομότιτλα κομμάτια. Κάποια στιγμή, βέβαια, αναρωτήθηκα πού το πηγαίνει έτσι που απλώνει τις ιστορίες του. Γρήγορα, όμως, καταλαβαίνεις ότι κλιμακώνει τις αφηγήσεις του για να οδηγήσει στη σύγκρουση ανάμεσα στον απόλυτο πνευματικό έρωτα της Καρόλ και τη γήινη σεξουαλικότητα της Ροζ (τονίζεται από την ιδιαίτερα αισθησιακή κινηματογράφηση των ερωτικών συνευρέσεων). Συγχρόνως, παίρνουμε και μια γεύση του ρόλου που παίζει η οικογένεια του Αντουάν (πόσο πληκτικές δείχνουν οι οικογενειακές τους συγκεντρώσεις, με την κάμερα να αποφεύγει να σταθεί σε άλλα πρόσωπα πλην των γονιών του!), αλλά και η φίλη τής Καρόλ.


Ο προβληματισμός για την ύπαρξη ή μη του απόλυτου έρωτα ("αδερφές ψυχές", "μέχρι τον ουρανό", "για πάντα") εξακολουθεί φυσικά - αν πάψει ποτέ - να ταλανίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Παρά το γεγονός ότι προσωπικά κινούμαι σε πιο κυνικές σφαίρες, δεν βρήκα αδιάφορους τους συλλογισμούς του Βαλέ. Αυτό που με ενόχλησε (όπως πάντα, άλλωστε) ήταν το ανακάτεμα της μεταφυσικής, έστω και με τον λίγο-πολύ μεσοβέζικο τρόπο με τον οποίο δίνεται στην ταινία. Από την άλλη, βέβαια, σκέφτομαι πως δεν συμμερίζονται όλοι τον δικό μου πραγματισμό (σκεπτικισμό; δογματισμό; όπως θέλετε πείτε τον) και η ταινία μάλλον θα συγκινήσει αρκετούς - και όχι άδικα.

[Δείτε τρέιλερ του Café de Flore με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube.]

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

Το λιμάνι της Χάβρης [Le Havre - Άκι Καουρισμάκι, 2011]

Με είχε ξενίσει η πρώτη ταινία του Άκι Καουρισμάκι που είδα, Ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν (2002). Όλη εκείνη η στα όρια του κιτς εκκεντρική κινηματογραφία με απώθησε και πέρασαν δέκα χρόνια για να "τολμήσω" να ξαναδώ έργο του. Η ευκαιρία να ξεπεράσω την αντιπάθειά μου δόθηκε από τον Κινηματογραφικό Ιούλιο 2012 που συμπεριέλαβε στο πρόγραμμά του Το λιμάνι της Χάβρης. Λυπήθηκα, βέβαια, που δεν κατάφερα να το απολαύσω στην αυλή του Μουσείου Σταγιατών το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, αλλά, και έτσι που ήρθαν τα πράγματα και το είδα σπίτι μου, το αποτέλεσμα ήταν να συμφιλιωθώ με τον Φινλανδό σκηνοθέτη.

Ο Μαρσέλ Μαρξ (Αντρέ Βιλμς) είναι ένας πρώην... (συγγραφέας; δεν ξέρω - πάντως βιβλία υπάρχουν στο σπίτι του...) που λαθροβιεί στις φτωχογειτονιές του λιμανιού της Χάβρης. Όλη μέρα γυρνάει με το κασελάκι του λούστρου για να βγάζει ένα πενιχρό μεροκάματο και τα βράδια γυρνάει στην αγαπημένη του Αρλετί (Κάτι Ουτίνεν) για ένα φτωχικό δείπνο, αφού περάσει από το καφέ-μπαρ της γειτονιάς του για μερικά ποτηράκια κρασί - τα περισσότερα κερασμένα. Δύο πράγματα τυχαίνουν μαζί. Η Αρλετί αρρωσταίνει και πηγαίνει στο νοσοκομείο για θεραπεία, ενώ στον δρόμο του Μαρσέλ βρίσκεται ο Αντρίσα (Μπλοντίν Μιγκέλ), ένας νεαρός μαύρος από τη Γκαμπόν που καταζητείται από την αστυνομία ως λαθρομετανάστης. Τον κρύβει στο σπίτι του, τον φροντίζει και προσπαθεί να βρει τρόπο να τον φυγαδεύσει για το Λονδίνο, όπου ζει η μητέρα του. Υπάρχουν κάποιοι που τον καρφώνουν, αλλά εκείνος γλιτώνει χάρη στη βοήθεια των φίλων και γειτόνων του, καθώς και στην πολύτιμη αρωγή του αινιγματικού (εκ πρώτης όψεως) Επιθεωρητή Μονέ (Ζαν-Πιερ Νταρουσέν).


Μπορεί να ακούγεται απλή και καθημερινή η ιστορία που μας αφηγείται ο Καουρισμάκι, όμως αμφιβάλλω αν θα βρίσκονταν πολλοί Ευρωπαίοι που θα αντιδρούσαν με τον τρόπο του ήρωα της ταινίας. Βλέπουμε άλλωστε την "ανθρώπινη" "συμπαράσταση" της "σιωπηλής πλειοψηφίας" της Ευρώπης απέναντι όχι μόνο στους λαθρομετανάστες, αλλά και στους λαούς του Ευρωπαϊκού Νότου που μαστίζονται από την κρίση. Περισσότερο αισιόδοξος από μένα, ο Καουρισμάκι φτιάχνει έναν δικό του κόσμο, όπου οι άνθρωποι συντρέχουν όσους έχουν ανάγκη. Αυτός ο κόσμος βρίσκεται κάπου στο περιθώριο του μεγάλου λιμανιού της Χάβρης, σε μια φτωχογειτονιά ξεχασμένη, λες, στη δεκαετία του '70, με τα παράξενα παράταιρα, έντονα χρώματα (κυριαρχεί το μπλε στις διάφορες αποχρώσεις του) που απ' ό,τι καταλαβαίνω είναι χαρακτηριστικά των ταινιών του Α.Κ. (κάποιες φορές, μου ερχόταν στο μυαλό η Γειτονιά των καταφρονεμένων του Ακίρα Κουροσάβα). Όλα αυτά δημιουργούν μια αλλόκοτη ατμόσφαιρα στα όρια του κιτς, που όμως είναι η σκηνή του (γεμάτου πικρού χιούμορ) δράματος για την ιστορία του Μαρσέλ.[Φαντάζομαι πως μόνο σε ταινία του Καουρισμάκι η "παρτίδα" θα σωζόταν από έναν υπερήλικα ρόκερ που η κοιλιά του ζορίζει αφόρητα το εκτυφλωτικά κόκκινο μπουφάν του από δερματίνη - κι όμως ο Λιτλ Μπομπ δεν χάνει ούτε μια στιγμή το "νεύρο" του.]


Μπορεί στη ζωή να μην νικάνε πάντα οι "καλοί", όμως ο Καουρισμάκι δείχνει να πιστεύει απόλυτα στον άνθρωπο και στα θαύματα. Και στον παράξενο κόσμο του όλα μπορούν να συμβούν.

[Δείτε τρέιλερ του Λιμανιού της Χάβρης με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

Απογεύματα με τη Μαργαρίτα [La tête en friche - Ζαν Μπεκέρ, 2010]

Υπάρχει γοητεία σε αυτές τις "μικρές" γαλλικές ταινίες που χαμηλόφωνα φτιάχνουν ποίηση μέσα από την καθημερινότητα. Ιδίως αν η προβολή γίνεται σ' έναν χώρο σαν την αυλή του Μουσείου των Σταγιατών με τον νυχτερινό Βόλο δεξιά της οθόνης και το φεγγάρι στην πλάτη να δημιουργεί μια σχεδόν αχνογάλαζη νύχτα. Η μαγευτική κινηματογραφική βραδιά ήταν στο πλαίσιο του Κινηματογραφικού Ιούλιου 2012 που διοργανώνει η δραστήρια ομάδα Α.Π.Ο. Δράσης των Σταγιατών (νομίζω για τρίτο συνεχόμενο καλοκαίρι). Η πρεμιέρα έγινε χθες με τα απολαυστικά Απογεύματα με τη Μαργαρίτ(τ)α - με δύο τ, όπως δηλώνει η ίδια - του Ζαν Μπεκέρ, με πρωταγωνιστές τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και τη Ζιζέλ Casadesus (επιτρέψτε μου να μην αποπειραθώ με τα φτωχά γαλλικά μου να αποδώσω την προφορά του επιθέτου).

Ο Ζερμέν (Ντεπαρντιέ) είναι ένας μεσήλικας που ζει σε ένα τροχόσπιτο στην αυλή του σπιτιού της ιδιόρρυθμης μητέρας του. Η ζωή του κινείται ανάμεσα στις λαϊκές όπου πουλάει τα ζαρζαβατικά που ο ίδιος καλλιεργεί στον μικρό του κήπο, στις αραιές συνευρέσεις του με την οδηγό λεωφορείου Αννέτ, και στην παρέα του που συχνάζει σε ένα εστιατόριο της μικρής Γαλλικής πόλης όπου ζει. Ο Ζερμέν είναι αφελής, σχεδόν αγράμματος και μόνιμο θύμα των πειραγμάτων των φίλων του για τις κοτσάνες που πετάει και τις μικρογκάφες του. Ωστόσο, δεν κρατάει σε κανέναν κακία και επιδεικνύει ιδιαίτερη προθυμία να βοηθάει όποιον έχει ανάγκη. Ένα απόγευμα, γνωρίζει στο πάρκο την 95χρονη Μαργαρίττα (Casadesus) και οι δυο τους νιώθουν μια αμοιβαία φιλική έλξη. Αρχίζουν να συναντιούνται κάθε απόγευμα και η καλλιεργημένη Μαργαρίττα, που ζει σε έναν οίκο ευγηρίας, βρίσκει στο πρόσωπο του Ζερμέν έναν φίλο κι έναν "μαθητή" πρόθυμο να ακούσει τις λογοτεχνικές αναγνώσεις που του προσφέρει και να συζητήσει μαζί της. Από τη μεριά του, ο Ζερμέν βρίσκει μια υποστηρικτική, δοτική και ευρυμαθή μητέρα-δασκάλα - μέσα από διάφορα φλασμπάκ μάς δίνεται η χωρίς πατέρα παιδική του ηλικία, με μια μάνα που μονίμως τον μειώνει και έναν δάσκαλο που απολαμβάνει να τον εξευτελίζει μέσα στην τάξη. Οι σχέσεις τους σιγά-σιγά θα αλλάξουν τη ζωή και των δυο.


Ο Μπεκέρ ("παλιά καραβάνα" - γύρισε την πρώτη του ταινία το 1961) δίνει την ιστορία του χωρίς να σπαταλιέται σε άσκοπες παρεκβάσεις από το κεντρικό θέμα. Είναι εντυπωσιακή η οικονομία της αφήγησής του (με αποτέλεσμα μια "γεμάτη" ταινία 82 [!] λεπτών), που επικεντρώνεται στις σκηνές στο πάρκο, στο εστιατόριο και στο σπίτι της μητέρας του με παρεμβολές των φλασμπάκ και μερικές εικόνες που δημιουργούνται από την έντονη φαντασία του Ζερμέν όταν του διαβάζει η Μαργαρίττα. Ο Μπεκέρ δεν ενδιαφέρεται να μας δείξει την (πιθανότατα) γραφική μικρή πόλη ούτε να ακολουθήσει δευτερεύουσες πτυχές της πλοκής. Αφήνει αρκετό χώρο για τις αναγνώσεις των λογοτεχνικών κειμένων [Πανούκλα του Καμύ, Η υπόσχεση της αυγής του Ρομέν Γκαρύ, Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης του Λουίς Σεπούλβεδα, Το παιδί της ανοιχτής θάλασσας του Jules Supervielle] και τον σχολιασμό τους γιατί εκεί ακριβώς φαίνεται η "μετάλλαξη" του Ζερμέν, που καταφέρνει να ξεπεράσει τον φόβο που του φέρνει το ξαφνικό "άνοιγμα των ματιών". Επιμένει επίσης στην περιγραφή των σχέσεων του Ζερμέν με τους γύρω του για να δείξει τις αλλαγές που έρχονται όταν ο "χαζός" μεταμορφώνεται σε έναν ευαίσθητο και (σχεδόν) "μορφωμένο" άντρα. Περιττό βέβαια να επισημάνω την εξαιρετικά πειστική ηθοποιία των δύο πρωταγωνιστών - τουλάχιστον.


Δεν θέλω να μακρηγορήσω αναλύοντας όλες τις σκέψεις που μου γέννησε αυτό το συγκινητικό γαλλικό φιλμάκι. Υποθέτω μόνο πως την απόλαυσή μου συμμερίστηκαν όλοι οι χθεσινοβραδινοί θεατές αν κρίνω από τα λαμπερά πρόσωπα και κάποια βουρκωμένα μάτια που αποκάλυψε των άναμμα των φώτων. Είμαι σίγουρος πως η προσεκτική επιλογή των ταινιών από τους διοργανωτές μάς επιφυλάσσει κι άλλες τέτοιες όμορφες νύχτες.

[Δείτε το τρέιλερ του Απογεύματα με τη Μαργαρίτα με αγγλικούς υπότιτλους από το YouTube]