Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Πώς κατεβάζουμε ταινίες από το Διαδίκτυο - ένας απλός οδηγός για αρχάριους

Δεν πιστεύω πως η τηλεόραση, το βίντεο ή η οθόνη του υπολογιστή μπορούν να υποκαταστήσουν τη μεγάλη οθόνη. Η μαγεία της σκοτεινής αίθουσας είναι ασύγκριτη. Στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε, όμως, για μερικούς από εμάς οι τιμές των εισιτηρίων είναι τουλάχιστον περιοριστικές. Αν πλήρωνα για να δω όλες τις ταινίες που θέλω στο σινεμά ή σε βιντεοκλάμπ, το πενιχρό μου εισόδημα  δεν θα επαρκούσε για τις βιοποριστικές μου ανάγκες και το πρόβλημα της ύπαρξής μου θα είχε λυθεί οριστικά. Εκμεταλλεύομαι λοιπόν τις δυνατότητες που μου προσφέρει η τεχνολογία για να ικανοποιήσω τη δίψα μου για την Έβδομη Τέχνη και θα ήθελα να μοιραστώ με τους αναγνώστες αυτού του ιστολογίου (όσους δεν είναι ήδη εξοικειωμένοι με κάτι τέτοιο) το πώς κατεβάζω και βλέπω ταινίες από το Διαδίκτυο.


Κατ' αρχάς, κατεβάζουμε (δωρεάν) μια μηχανή κατεβάσματος όπως το Vuze ή το μΤorrent. Κάνουν περίπου την ίδια δουλειά. Ωστόσο, το μεν πρώτο κατεβάζει πιο γρήγορα αλλά κάνει τον (δικό μου, τουλάχιστον) υπολογιστή να σέρνεται, ενώ το δεύτερο είναι λίγο πιο αργό χωρίς σοβαρές επιπτώσεις στην ταχύτητα των προγραμμάτων που λειτουργούν παράλληλα.



Και οι δύο έχουν δικές τους μηχανές αναζήτησης, όμως προσωπικά προτιμώ να ψάχνω τις ταινίες σε ιστοσελίδες όπως το Kickass Torrents, IsoHunt  και The Pirate Bay. Επιλέγετε ταινίες με βάση τις απαιτήσεις σας σε ποιότητα - έχω διαπιστώσει ότι μου αρκεί μία ποιότητα dvdrip γιατί η εικόνα είναι ικανοποιητική, συμβατή με το dvdplayer που χρησιμοποιώ και το μέγεθος των 700 MB περίπου δεν μου δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα αποθήκευσης. Θεωρώ τις ποιότητες CAM και Telesync απαράδεκτα χαμηλές για τα δικά μου γούστα αλλά μπορεί να τις βρει κανείς σχεδόν αμέσως με την κυκλοφορία μιας ταινίας- είναι κάτι που θα πρέπει εσείς να αποφασίσετε. Για καλύτερη ποιότητα - dvdrip και πάνω - θα πρέπει να κάνετε λίγη υπομονή ώσπου να κυκλοφορήσει (συνήθως στην Αμερική) η ταινία σε dvd - δεν αργεί ιδιαίτερα: εγώ το παρακολουθώ εδώ στη στήλη New on DVD This Week. Αφού διαλέξετε το torrent που θέλετε, πατάτε το download torrent, γίνεται λήψη και αφού κάνετε κλικ πάνω στο ληφθέν torrent, αναλαμβάνει τη δουλειά η μηχανή κατεβάσματος.


Αφού μετά από καμιά ωρίτσα - για τις ευρείας κυκλοφορίας, κάποιες σπάνιες μπορεί να πάρουν μέρες - έχετε κατεβάσει την ταινία που θέλετε να απολαύσετε, θα πρέπει να βρείτε ελληνικούς υπότιτλους. Για τις περισσότερες ταινίες υπάρχουν αρκετοί σε ιστοσελίδες όπως opensubtitles και subs4free. Σε πρώτη φάση καλό είναι να ψάχνετε να βρείτε υπότιτλους που είναι ήδη συγχρονισμένοι. Ένας μπούσουλας είναι να διαλέγετε αυτούς που έχουν παρόμοια ονομασία με την ταινία που κατεβάσατε, πχ SiRiUs sHaRe, XviD-ETRG, aXXo, FXG - για να αναφέρω μερικά από τα πιο γνωστά γκρουπ που ανεβάζουν ταινίες στο Διαδίκτυο. Όταν ταινία και υπότιτλοι είναι από το ίδιο γκρουπ, συνήθως δεν υπάρχει πρόβλημα. Αλλιώς δοκιμάζουμε μέχρι να πετύχουμε κάτι που να ταιριάζει. Ο αναπαραγωγός πολυμέσων VLC (αν δεν τον έχετε, κατεβάστε τον - κι αυτόν δωρεάν) παίζει απροβλημάτιστα τους υπότιτλους εφόσον είναι στον ίδιο φάκελο και έχουν το ίδιο όνομα με την ταινία.


Αν πάλι θέλετε να προχωρήσετε ακόμη πιο πολύ και να συντονίζετε μόνοι σας υπότιτλους, σας πληροφορώ πως δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Χρειάζεστε ένα πρόγραμμα όπως το Subtitle Workshop που μπορεί να κάνει θαύματα με τους υπότιτλους. Μπορείτε εδώ να βρείτε έναν οδηγό για τον συγχρονισμό υποτίτλων με Subtitle Workshop.


Δεν είμαι ειδικός. Είμαι ένας απλός κινηματογραφόφιλος με μέσες γνώσεις υπολογιστή και προσπάθησα να σας περιγράψω με απλά λόγια τη διαδικασία όπως την ακολουθώ εγώ. Απευθύνομαι σ' αυτούς που αγαπούν το σινεμά αλλά αγνοούν τις δυνατότητες που προσφέρει το Διαδίκτυο ή απλώς δεν ξέρουν πόσο εύκολο είναι να κατεβάσουν και να δουν μία ταινία. Δοκιμάστε το και ένας καινούργιος κόσμος θα ανοίξει μπροστά σας.

Καλή διασκέδαση!



Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Τυραννόσαυρος [Πάντι Κόνσινταϊν, 2011]


Το περιβάλλον της Βόρειας Αγγλίας, όπου διαδραματίζεται ο Τυραννόσαυρος, δεν θα έλεγα ότι βοηθάει για να ανοίξει η καρδιά του ανθρώπου. Ο ηθοποιός Πάντι Κόνσινταϊν φτιάχνει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία εμπνεόμενος από το περιβάλλον όπου ο ίδιος μεγάλωσε, στις εργατικές πολυκατοικίες του Στάφορντσαϊρ στα Μίντλαντς. Το φιλμ γυρίστηκε λίγο βορειότερα, στο Λιντς, που παρεμπιπτόντως δεν είναι μία από τις χειρότερες περιοχές της Μεγάλης Βρετανίας από άποψη κλίματος και ποιότητας ζωής. Ωστόσο, η μουντή ατμόσφαιρα δένει απόλυτα με τη βία, την επιθετικότητα και τη μοναξιά των ανθρώπων.



Ο Τζόζεφ (Πίτερ Μάλαν) είναι άνεργος και χήρος, γεμάτος οργή για τη ζωή και για τους γύρω του. Σε μια από τις πρώτες σκηνές, σκοτώνει άθελά του σε ένα ξέσπασμα μεθυσμένης βίας τον αγαπημένο του σκύλο, ίσως τη μόνη συντροφιά που του είχε απομείνει. Ο μοναδικός του φίλος, ο Τζακ, είναι ετοιμοθάνατος. Έχει επίσης μια ιδιαίτερη σχέση με ένα μικρό γειτονόπουλό του, τον Σαμ, τον οποίο κακομεταχειρίζεται ο τραμπούκος φίλος της μάνας του. Μετά από έναν καβγά σε ένα γραφείο στοιχημάτων, τρεις μπράβοι θα του τη στήσουν ένα βράδυ και θα τον εκδικηθούν ξυλοφορτώνοντάς τον. Αυτό θα σταθεί η αφορμή για να γνωρίσει τη Χάνα (Ολίβια Κόλμαν), μια ευγενική και θεοσεβούμενη παντρεμένη γυναίκα που εργάζεται για μία φιλανθρωπική οργάνωση. Η Χάνα προσπαθεί να τον "σώσει" με τις προσευχές και την καλοσύνη της αλλά ο Τζόζεφ δεν μοιάζει διατεθειμένος να αποδεχθεί τέτοιου είδους βοήθεια. Μια ιδιόμορφη φιλική σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους, αλλά σύντομα θα διαφανεί ότι η Χάνα δεν είναι και τόσο ευτυχισμένη και ισορροπημένη όσο παρουσιάζεται. Όταν στο προσκήνιο έρχεται και ο σύζυγός της, ο Τζέιμς (Έντι Μάρσαν), τα πράγματα παίρνουν άσχημη τροπή.


Γυρισμένος με σκοτεινά χρώματα, ο Τυραννόσαυρος μάς υποβάλλει τους αργούς ρυθμούς του μόνο και μόνο για να δημιουργήσει το κατάλληλο φόντο για τις εκρήξεις οργής των χαρακτήρων του. Έτσι, σαν να τραντάζει τη γη η επερχόμενη βία... Να είχε άραγε και αυτό κατά νου ο Κόνσινταϊν όταν έδινε τον πολύσημο τίτλο στην ταινία του - πέρα από την εξήγηση που δίνεται προς το τέλος της ταινίας; Ο ίδιος δίνει και την εξής ερμηνεία: "...είναι σαν μια μεταφορά για το κτήνος, για τους φόβους - τους μεγαλύτερους φόβους που αντιμετωπίζεις ως άνθρωπος και το πώς ο φόβος εξισώνεται με το μέγεθος ενός τέρατος που μπορεί να σε πνίξει. Όπως όλοι οι καλοί τίτλοι, έχει πολλές σημασίες."


Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών είναι συγκλονιστικές. Ο Μάλαν δίνει έναν Τζόζεφ που προσπαθεί να ξεφύγει από τον ίδιο τον εαυτό του, που η τρυφερότητα που νιώθει για τους άλλους είναι καταχωνιασμένη κάτω από τόνους θυμού. Είναι εξαιρετικός ιδιαίτερα όταν καταφέρνει να συγκρατήσει τις εκρήξεις του, με ένα ύφος σαν να λέει "την επόμενη φορά". Αλλά και όσο προχωράει η ταινία, η μεταμόρφωσή του, μέσω της καταλυτικής παρουσίας της Χάνα, είναι ανεπαίσθητη και συγκρατημένη, με ένα βλέμμα που αρχίζει να φωτίζεται με ένα φως που μοιάζει να έρχεται από μέσα του. Από την άλλη, η Κόλμαν κρατάει τις δύσκολες ισορροπίες ανάμεσα στην αξιοπρεπή Χάνα και στην απελπισμένη γυναίκα που δεν ξέρει πού να στηριχτεί. Αλλάζει μορφές με την ευκολία που βάζει και βγάζει κανείς μια μάσκα και γίνεται η προσωποποίηση του γυναικείου πόνου. Από κοντά και  ο πολύ καλός Βρετανός ηθοποιός Έντι Μάρσαν σε έναν μικρότερο ρόλο, του συζύγου της, που τον διαχειρίζεται πειστικότατα.


Συνολικά, ο Τυραννόσαυρος είναι αναμφισβήτητα μια ταινία που σου δένει κόμπο το στομάχι, αλλά και σε λυτρώνει θυμίζοντάς σου πόσο έχουμε ο ένας ανάγκη τον άλλον για να ξεφύγουμε - έστω για λίγο - από τον φόβο. Ο Κόνσινταϊν κάνει ένα αξιόλογο σκηνοθετικό ντεμπούτο και το διεθνές κοινό τού το αναγνωρίζει.

[Δείτε τρέιλερ του Τυραννόσαυρου με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Το δικό μας βαλς [Take This Waltz - Σάρα Πόλεϊ, 2011]

Μια αισθηματική ταινία που αφορά ένα ερωτικό τρίγωνο δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη. Με παραξένεψαν λοιπόν οι σχετικά θετικές κριτικές που πήρε Το δικό μας βαλς της Καναδής ηθοποιού και σκηνοθέτριας Σάρα Πόλεϊ [η ταινία της Το υστερόγραφο μιας σχέσης (Away from Her, 2006) ήταν υποψήφια για Όσκαρ δικού της διασκευασμένου σεναρίου και πρώτου γυναικείου ρόλου για την Τζούλι Κρίστι] και αποφάσισα να της ρίξω μια ματιά. Με τράβηξε εξαρχής το σκηνοθετικό της ύφος και τη συνέχισα να δω πού το πήγαινε. Ομολογώ πως κάποιες στιγμές μπήκα στον πειρασμό να την παρατήσω, αλλά νομίζω πως ο τελικός ισολογισμός δεν ήταν αρνητικός.

Η ιστορία είναι πολύ απλή. Η Μάργκο (Μισέλ Γουίλιαμς, Επτά μέρες με τη Μέριλιν) είναι παντρεμένη εδώ και 5 χρόνια με τον Λου (Σεθ Ρόγκεν). Δεν έχουν ούτε σκέφτονται να κάνουν παιδιά. Η ζωή τους είναι μια ευτυχισμένη (;) ρουτίνα στηριγμένη κυρίως στα παιδιάστικα αστεία που ανταλλάσσουν και στα πολλαπλά "Σ' αγαπώ" που λένε ο ένας στον άλλον. Εκείνη θα ισχυριστεί κάποια στιγμή ότι "θέλει να γράψει", αλλά δεν θα τη δούμε να ασχολείται μ' αυτό - ίσως μια φορά να γράφει στο ημερολόγιό της. Εκείνος, όπως διαπιστώνουμε προς το τέλος της ταινίας, γράφει ένα βιβλίο που αφορά τρόπους μαγειρέματος κοτόπουλου [=chicken: στα αγγλικά έχει επίσης τη σημασία "δειλός", "φοβητσιάρης"]. Σε ένα ταξίδι της στο Λούισμπουργκ της Νόβα Σκότια, η Μάργκο γνωρίζει τον Ντάνιελ (Λουκ Κέρμπι), ερασιτέχνη ζωγράφο που βγάζει τα προς το ζην οδηγώντας ένα ρίκσο στους δρόμους του Τορόντο. Από σύμπτωση - αρκετά τραβηγμένη - ο Ντάνιελ είναι γείτονας του ζευγαριού. Η Μάργκο δείχνει να νιώθει μια έλξη γι' αυτόν χωρίς όμως να τολμά να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο. Παράλληλα, κάποια σύννεφα αρχίζουν να μαζεύονται στις σχέσεις του παντρεμένου ζευγαριού. Θα κάνει η Μάργκο το μεγάλο βήμα;


Αν δεν υπήρχε η σκηνοθετική φρεσκάδα, η ταινία δεν θα ξέφευγε από την απόλυτη μετριότητα. Η Πόλεϊ καταφέρνει όμως να δημιουργήσει οικειότητα με τους χαρακτήρες της μέσα από πολλά κοντινά πλάνα που εστιάζουν σε πρόσωπα, αντικείμενα, μέρη του σώματος (κυρίως τα πόδια της Ουίλιαμς), χειρονομίες. Ταυτόχρονα, επιλέγει με φροντίδα τα σκηνικά της για να στήσει μια γοητευτική ατμόσφαιρα, ενός σχεδόν ειδυλλιακού Τορόντο αλλά και των εσωτερικών χώρων. Αποσπά καλές ηθοποιίες, περισσότερο από τους Γουίλιαμς-Ρόγκεν και λιγότερο από τον Κέρμπι, που μερικές φορές δείχνει ξενέρωτος [πχ, στην έτσι κι αλλιώς αδέξια σκηνή όπου περιγράφει στην Μάργκο τι θα της έκανε αν ήταν εραστές]. Επίσης, κάποιες σκηνές τραβάνε σε μάκρος ή και επαναλαμβάνονται [για να φανεί άραγε η βαρετή καθημερινότητα;], αλλά προς το τέλος ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος. Τέλος, τα τραγούδια του Λέοναρντ Κοέν - μια διασκευή του Closing Time και το Take This Waltz που δίνει και τον τίτλο - πλουτίζουν την ταινία.



Η Πόλεϊ προσθέτει ενδιαφέρον με διάσπαρτες σημειολογικές αναφορές που σχολιάζουν την ιστορία της, προϊδεάζοντάς μας συχνά για το τι θα συμβεί: μεταξύ άλλων η αρχική σκηνή με τη Μάργκο να μαγειρεύει, που θα πάρει άλλη διάσταση στο τέλος, η αναπαράσταση του μαστιγώματος του μοιχού κατά την επίσκεψη στο Λούισμπουργκ, η Μάργκο στο αναπηρικό καροτσάκι και οι εξηγήσεις περί φόβου που δίνει στον Ντάνιελ, ο πολύχρωμος γύρος του λούνα παρκ που όταν ανάβουν τα φώτα αποκαλύπτουν ένα θλιβερότατο και άθλιο σκηνικό, το επεισόδιο με την αδελφή τού Λου. Όλα οργανωμένα για να αναδείξουν τη σκηνοθετική άποψη ότι όσο κι αν τολμήσει κανείς, αν δεν βρει τι του φταίει - μπορεί άραγε; - πάλι θα καταλήξει στο ίδιο τέλμα.


Παρά τις αδυναμίες του, Το δικό μας βαλς μάς βάζει να σκεφτούμε για τις ανθρώπινες σχέσεις χωρίς να μας δίνει έτοιμες λύσεις και happy ending. Καλό θα ήταν βέβαια να μην τη δείτε με το ταίρι σας αν θέλετε να αποφύγετε αμήχανα μεταξύ σας βλέμματα.

[Τρέιλερ του Δικού μας βαλς με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]


Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο [Les neiges du Kilimandjaro - Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, 2011]

Μπορεί ο αμερικανικός κινηματογράφος να διαθέτει τεχνική αρτιότητα και ζηλευτή λαϊκότητα, αλλά ο ευρωπαϊκός συχνά έχει αμεσότητα και εστιάζει περισσότερο σε καθημερινές καταστάσεις και καθημερινούς ανθρώπους. Το ιστολόγιο αυτό έχει ασχοληθεί κατ' επανάληψη με τον γαλλικό κινηματογράφο, που είναι από τις λίγες πλέον ευρωπαϊκές εθνικές κινηματογραφίες που έχουν μέχρι στιγμής αντέξει - με απώλειες, φυσικά - στον ανταγωνισμό του Χόλιγουντ. Στο μέτρο του δυνατού [η πρόσβαση σε ευρωπαϊκές ταινίες δεν είναι πάντα εύκολη] θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε τις αξιόλογες ευρωπαϊκές ταινίες, χωρίς βέβαια να αγνοούμε τις (εμπορικότερες) αμερικανικές.



Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν [γεννήθηκε στη Μασσαλία από πατέρα Αρμένη λιμενεργάτη και μητέρα Γερμανίδα, δηλώνει διεθνιστής και αριστερός] είναι ακριβώς μια ταινία που δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε να γυρίζεται στο Χόλιγουντ. Ο Μισέλ (Ζαν-Πιερ Νταρουσέν) εργάζεται σε κάποιο ναυπηγείο της Μασσαλίας. Η εταιρεία, μετά από διαπραγματεύσεις με το σωματείο, αποφασίζει να απολύσει (μετά από κλήρωση) είκοσι εργαζόμενους προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί. Αν και ως συνδικαλιστής ο Μισέλ έχει "ασυλία", βάζει και το δικό του όνομα στην κληρωτίδα. Είναι στη λίστα αυτών που επιλέγονται από την τύχη - τραβάει ο ίδιος το όνομά του -  να απολυθούν. Η γυναίκα του, η Μαρί-Κλερ (Αριάν Ασκαρίντ), εργάζεται σε σπίτια φροντίζοντας ηλικιωμένους. Σε σχετικά καλύτερη μοίρα από τους υπόλοιπους ανέργους και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, προσπαθούν να αναδιοργανωθούν. Ταυτόχρονα, η πολύ καλή σχέση που έχουν μεταξύ τους τούς βοηθάει να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες. Όταν όμως κάποιοι μπαίνουν μέσα στο σπίτι τους και τους ληστεύουν, η ζωή τους αναστατώνεται. Και τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Μισέλ ανακαλύπτει ποιος είναι ο δράστης.


Πρωταγωνιστής στην ταινία είναι η ίδια η Μασσαλία. Όχι μια Μασσαλία τουριστική, αλλά μια πόλη δαρμένη από τον ήλιο και τον αέρα, με τα παράθυρα να βλέπουν στους γερανούς και τα πλοία του λιμανιού. Οι εργάτες ζουν στα στενοσόκακα, μακριά από τις γειτονιές των νεόπλουτων. Κι όμως αυτή η πόλη έχει τη γοητεία της με τις μικρές καθημερινές στιγμές, τα καφέ, τις αυλές. Η σκηνοθεσία επικεντρώνεται στις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται. Οι φιλίες, τα παιδιά και τα εγγόνια του Μισέλ και της Μαρί-Κλερ, οι σχέσεις με τους συναδέλφους, με τους ανθρώπους που φροντίζει η Μαρί-Κλερ, με τον σερβιτόρο ενός καφέ - χαρακτηριστικότατες σκηνές με ελληνικό κονιάκ! Οι ηθοποιοί δείχνουν ελευθερία κινήσεων μέσα στο κάδρο. Υπάρχει χιούμορ και ανθρωπιά. Αναδεικνύεται η δοτικότητα του ζευγαριού, που θα δοκιμαστεί προς το τέλος αλλά θα νικήσει. Μα πάνω απ' όλα, ο Γκεντιγκιάν καταφέρνει να μας μεταφέρει τον πολιτικό προβληματισμό του σχετικά με μια εργατική τάξη χωρίς συνείδηση, βαθιά διχασμένη. Εμπνευσμένος από τον Ζορές και τον Ουγκό [η ιδέα της ταινίας οφείλεται στο ποίημά του Les Pauvres Gens] θέτει ζητήματα σχετικά με το μέλλον της κοινωνίας (και της Αριστεράς μέσα σ' αυτήν).


Συνολικά, Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο είναι μια "λαϊκή" ταινία που καταφέρνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος, χωρίς να καταφεύγει σε περίπλοκες λύσεις. Πλημμυρίζει ανθρωπιά και καθημερινή απλότητα. Μέσα από "ταπεινό" υλικό, ο Γκεντιγκιάν δημιουργεί τέχνη και αυτό είναι ήδη πολύ.


[Δείτε τρέιλερ του Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]