Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Η ζωή του Πι [Life of Pi - Ανγκ Λι, 2012]

Το ομώνυμο βιβλίο του Γιαν Μαρτέλ, στο οποίο στηρίχτηκε η ταινία, βραβεύτηκε με το Βραβείο Μπούκερ το 2002 και θεωρείται ιδιαίτερα επιτυχημένο - ο Πρόεδρος Ομπάμα έγραψε ένα γράμμα στον συγγραφέα όπου το χαρακτηρίζει ως "μια κομψή απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και της δύναμης της αφήγησης". Ο ταϊβανέζικης καταγωγής Αμερικανός σκηνοθέτης Ανγκ Λι [Τίγρης και Δράκος, Χαλκ, Το μυστικό του Brokeback Mountain, Προσοχή, πόθος] ανέλαβε να γυρίσει την ταινία αφού την είχαν - προφανώς λόγω των δυσκολιών - εγκαταλείψει αρκετοί σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων ο Αλφόνσο Κουαρόν και ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν.

Η επαφή μου με τη Ζωή του Πι ξεκίνησε όταν ένας στενός φίλος με ρώτησε αν ήταν κατάλληλη για την 11χρονη κόρη του. Δεν την είχα δει ούτε έχω διαβάσει το βιβλίο οπότε αδυνατούσα να του δώσω απάντηση. Έψαξα λίγο στο διαδίκτυο και μου φάνηκε ότι τα θέματα που έθιγε ήταν κάπως βαριά για παιδιά του Δημοτικού. Όταν όμως ξεκίνησα να τη βλέπω, ήρθε δίπλα μου ο 12χρονος γιος μου και, παρ' όλο που αρχικά δήλωσε ότι "δεν είχε όρεξη για ταινία", μαγεύτηκε τόσο πολύ από τις εικόνες της που δεν ξεκόλλησε από κοντά μου.


Ο Πι είναι ένας μικρός Ινδός από το Ποντιτσέρι ("Γαλλική" Ινδία - δεν ήξερα ότι υπήρχε κάτι τέτοιο) που ο πατέρας του είχε την εκκεντρική (και ατυχή;) ιδέα να του δώσει το όνομα μιας παρισινής πισίνας. Φανταστείτε τι προκαλούσε στους συμμαθητές του το όνομα Piscine (Molitor) που συνηχούσε με το αγγλικό pissing (= κατούρημα). Ο μικρός αποφασίζει να το αλλάξει σε Πι (π = ο άρρητος αριθμός που χρησιμοποιείται στην Ευκλείδειο Γεωμετρία), δημιουργώντας τεράστια αίσθηση στο σχολείο. Έπειτα παρακολουθούμε τα εφηβικά του χρόνια, τις θρησκευτικές, υπαρξιακές, ερωτικές και λοιπές ανησυχίες του. Στα 16 του, η οικογένεια αποφασίζει λόγω της πολιτικής κατάστασης να μεταναστεύσει στον Καναδά. Ο πατέρας του, ιδιοκτήτης ζωολογικού κήπου, παίρνει μαζί του τα ζώα για να τα πουλήσει. Στη διάρκεια όμως του ταξιδιού, το πλοίο πέφτει σε τρικυμία και βυθίζεται. Ο νεαρός Πι βρίσκεται μόνος του πάνω σε μια σωστική λέμβο, μαζί με μερικά ζώα, μεταξύ των οποίων και έναν εξαιρετικά επικίνδυνο τίγρη της Βεγγάλης με το ανθρώπινο όνομα Ρίτσαρντ Πάρκερ (μαθαίνουμε ότι πήρε το όνομα του κυνηγού που τον έπιασε μικρό, χάρη σε ένα γραφειοκρατικό λάθος). Ο Πι έχει ήδη δει πώς ο Ρίτσαρντ Πάρκερ κατασπαράζει τη λεία του. Πώς θα μπορέσουν το νεαρό αγόρι με το όνομα αριθμού και ο τίγρης με το ανθρώπινο όνομα να συμβιώσουν στον περιορισμένο χώρο της βάρκας;


Ο Ανγκ Λι δημιουργεί μια ονειρική ταινία. Ένα παραμύθι με παιγνιώδη διάθεση που φαίνεται ήδη από την αρχή, όταν εμφανίζονται οι τίτλοι. Οι εικόνες του ναυαγού Πι πάνω στη λέμβο είναι μαγευτικές. Σπάνια έχω δει τέτοια εικαστική πανδαισία στην οθόνη, και μάλιστα ενσωματωμένη τέλεια στην πλοκή (για να θυμηθώ κάποιες ενστάσεις μου για Το δέντρο της ζωής του Τέρενς Μάλικ). Αν όμως το αισθητικό μέρος της ταινίας ήταν τουλάχιστον χορταστικό και οι διάλογοι διανθισμένοι με ευπρόσδεκτο χιούμορ, δεν θα μπορούσα να πω το ίδιο για τον μάλλον κοινότοπο μεταφυσικό προβληματισμό της. Κάτι τέτοιο βέβαια θα πρέπει μάλλον να χρεωθεί στο βιβλίο. Ο Λι γυρίζει με περισσή φαντασία τα επεισόδια πάνω στη βάρκα, υπονομεύοντας με συναρπαστικό τρόπο την αληθοφάνεια της εικόνας. Την όλη ιστορία αφηγείται ο ενήλικος πια Πι στον συγγραφέα, στο σπίτι του στο Μόντρεαλ του Καναδά όπου ζει. Να έζησε πραγματικά όλα όσα περιγράφει ή πρόκειται για μια "μεταφυσική" του εμπειρία, ένα όραμα που προξένησαν η δίψα, η πείνα και ο ήλιος;


Μπορεί η μεταφυσική διάσταση της Ζωής του Πι να μην καταφέρνει να προσφέρει κάτι αξιόλογο και πρωτότυπο, αλλά η αισθητική απόλαυση σε αποζημιώνει με το παραπάνω. Το υδάτινο στοιχείο με τους άπειρους χρωματισμούς του, οι εικόνες του νυχτερινού ουρανού, οι φωσφορισμοί του ωκεανού, οι καταπληκτικές σκηνές στο πλωτό νησί θα μείνουν αξέχαστα στον θεατή. Και αυτό είναι που πιστώνεται στον Λι. Τελικά, η απάντηση στον φίλο μου είναι: "Ναι, Η ζωή του Πι μπορεί κάλλιστα να καταγοητεύσει κάθε ηλικία".


[Δείτε τρέιλερ της Ζωής του Πι με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]




Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Zero Dark Thirty [Κάθριν Μπίγκελοου, 2012]

Zero Dark Thirty στη στρατιωτική αργκό σημαίνει κάποια ώρα μέσα στη νύχτα. Αναφέρεται, υποθέτω, στη χρονική στιγμή κατά την οποία διεξάγεται η επιχείρηση εξόντωσης του Οσάμα μπιν Λάντεν, αλλά και γενικότερα στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Αμερική και ο κόσμος μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους στις 11/9/2001. Η ταινία της Κάθριν Μπίγκελοου ξεκινάει χαρακτηριστικά με μαύρο πλάνο (διάρκειας 90 δευτερολέπτων) όπου ακούγονται ηχογραφημένα ντοκουμέντα από εκείνη τη μέρα. Προφανώς, εμείς δεν νιώθουμε την ένταση αυτού του μαύρου πλάνου με τον ίδιο τρόπο που τα προσλαμβάνει ένας Αμερικάνος πολίτης. Αλλά ίσως μπορούμε να καταλάβουμε τι σημαίνει για τον λαό μίας Υπερδύναμης να πλήττεται με τέτοιον τρόπο μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Νομίζω πως αυτό είναι το κλειδί για την ερμηνεία του Zero Dark Thirty.


Το φιλμ της Μπίγκελοου ήταν υποψήφιο για 5 Όσκαρ (μεταξύ άλλων Καλύτερης Ταινίας και Α' Γυναικείου Ρόλου) αλλά τελικά κατάφερε να κερδίσει μόνο ένα τεχνικής φύσης, για το Μοντάζ Ήχου, κι αυτό από μισό με το Skyfall. Η σκηνοθέτρια έχει κερδίσει Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας για την προηγούμενη κινηματογραφική παραγωγή της, το Hurt Locker [2008], που αναφέρεται στον πόλεμο του Ιράκ - δεν έχω καταφέρει ακόμη να τη δω μια και οι πολεμικές (αλλά και οι αντιπολεμικές) ταινίες συνήθως με κάνουν να πλήττω. Δεν θα είχα πιθανόν αντιμετωπίσει διαφορετικά το Zero Dark Thirty αν δεν υπήρχε η επικαιρότητα του θέματος και τα αμφιλεγόμενα σχόλια που είχα ακούσει.


Μετά το προαναφερθέν μαύρο πλάνο, μεταφερόμαστε 2 χρόνια αργότερα σε μια φυλακή κάπου στο Πακιστάν όπου Άραβες κρατούμενοι βασανίζονται για να αποκαλύψουν ονόματα, στόχους και άλλες πληροφορίες. Η πράκτορας της CIA Μάγια (Τζέσικα Τσαστέιν) στην αρχή παρακολουθεί με δυσκολία τις ανακρίσεις. Σιγά- σιγά θα μπει στο κλίμα "του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία" που διεξάγουν οι ΗΠΑ. Όταν κάποια στιγμή θα βρει μια άκρη του νήματος που μπορεί ίσως να την οδηγήσει στο κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν, αφιερώνεται ολόψυχα στην αποστολή αυτή πιέζοντας τελικά - όταν οι προσπάθειές της τελεσφορούν, αρκετά χρόνια μετά - τους πάντες να ξεπεράσουν τους δισταγμούς τους και να διακινδυνεύσουν μία επιχείρηση εξόντωσης χωρίς αδιάσειστα στοιχεία, απλώς με βάση τη δική της πεποίθηση.


Στην ταινία τίθενται κάποια ενδιαφέροντα ζητήματα που αξίζει να συζητηθούν. Κατ' αρχάς, η θέση της απέναντι στα βασανιστήρια. Η ίδια η Μπίγκελοου δηλώνει πως το γεγονός ότι δείχνει κάτι δεν σημαίνει ότι το επικροτεί. Όμως, όταν οι βασανισμοί κρατουμένων έρχονται αμέσως μετά από το συναισθηματικά φορτισμένο μαύρο πλάνο της αρχής, νομίζω πως ο μέσος θεατής τείνει να τους δικαιολογήσει ως ένα είδος αυτοάμυνας ενταγμένης στη γενικότερη προσπάθεια προστασίας του Δυτικού Κόσμου από την τρομοκρατική απειλή. Όσο αποστασιοποιημένα και αν προσπαθεί να κινηματογραφήσει τις εν λόγω σκηνές η σκηνοθέτρια - ίσως ακριβώς εξαιτίας και αυτού -, όταν οι "δικοί μας" (οι πρωταγωνιστές) ανακρίνουν τους "άλλους", αντικειμενικά λειτουργεί απολογητικά απέναντι στο γεγονός. Και γενικότερα, το Zero Dark Thirty αντανακλά μια συντηρητική άποψη που υιοθετεί μια μανιχαϊστική αντίληψη και χωρίζει τον κόσμο υπεραπλουστευτικά σε δύο στρατόπεδα - ξέρουμε βέβαια ποιο είναι το "καλό". Ακόμη και στις ίδιες τις ΗΠΑ, η Μπίγκελοου δέχτηκε έντονη κριτική (ένθεν και ένθεν) και ίσως αυτό αντικατοπτρίζεται και στα αποτελέσματα των Όσκαρ, όπου θριάμβευσε το πιο ξεκάθαρα πατριωτικό και λιγότερο ενοχλητικό Argo.


Κατά τα άλλα, η σκηνοθεσία είναι σφιχτοδεμένη και έχει σχεδόν τη μορφή κινηματογραφικού ρεπορτάζ. Οι σκηνές της επιδρομής στο κρησφύγετο του Μπιν Λάντεν με τις νυχτερινές λήψεις του πράσινου των στρατιωτικών διοπτρών είναι για σεμινάριο, παρ' όλες τις ηθικές ενστάσεις που θα μπορούσε να έχει κανείς όταν παρακολουθεί τις "παράπλευρες απώλειες" ανθρώπινων ζωών. Υπάρχει, φυσικά, και η υπαρξιακή διάσταση της μοναχικής γυναίκας που αφοσιώνεται με μονομανία σε έναν σκοπό που την οδηγεί σε σχεδόν απόλυτη απομόνωση και στέρηση οποιασδήποτε προσωπικής ζωής. Αναρωτιέται κανείς ποια μπορεί να είναι τα κίνητρα της Μάγια και στην κατεύθυνση αυτή έχει πολύ ενδιαφέρον η αμφίσημη τελική σκηνή με τη Μάγια να δακρύζει. Θα έλεγα ότι παρά - και πέρα από - την προσωπική δικαίωση, η Μάγια νιώθει ένα απέραντο κενό μέσα της "στο τέλος της μέρας"["Άξιζε τόσες θυσίες;"]. Δεν είναι άραγε αυτό αλήθεια για ολόκληρο τον κόσμο στην "μετατρομοκρατική" εποχή; Αν θέλουμε να δούμε θετικά το Zero Dark Thirty, ας κρατήσουμε στη μνήμη μας αυτή την τελευταία εικόνα.



[Δείτε τρέιλερ του Zero Dark Thirty με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]