Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Ο δάσκαλος που υποσχέθηκε τη θάλασσα [El maestro que prometió el mar, 2023]

Ο θάνατος του δικτάτορα Φράνκο το 1975 έφερε και την πτώση του αιμοσταγούς καθεστώτος που ξεκίνησε με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου [1936-1939] και την οδυνηρή ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων που υπερασπίστηκαν με πενιχρά μέσα τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνησή τους απέναντι στους φασίστες στασιαστές, που υποστηρίζονταν έμπρακτα από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, ενώ οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις κρατούσαν ένοχη ουδετερότητα. Ακόμη και μετά τη νίκη τους, οι φασίστες συνέχισαν την εκδικητική τους μανία απέναντι στους ηττημένους, με αποτέλεσμα πάνω από 35.000 ταυτοποιημένους νεκρούς, που με τους «αγνοούμενους» εκτιμάται πως ξεπερνούν τους 50.000 – για να μη μιλήσουμε για εκτοπισμένους, φυλακισμένους, βασανισμένους, ή τα δεκάδες χιλιάδες νεογέννητα βρέφη κλεμμένα από τις δημοκρατικές μητέρες τους σε κρατικά νοσοκομεία. Ωστόσο, κατά τη μετάβαση προς τη δημοκρατία επιλέχθηκε η λήθη και η ατιμωρησία [Νόμος περί Αμνηστίας, 1977] απέναντι στα εγκλήματα των φρανκιστών, οι οποίοι ποτέ δεν δικάστηκαν γι’ αυτά, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης συμφιλίωσης. Σήμερα, μετά από 50 χρόνια δημοκρατίας, έχει διαμορφωθεί ένα ισχυρό αίτημα μνήμης απέναντι στα θύματα της εποχής που έχει οδηγήσει σε εντοπισμό και εκσκαφή πολλών ομαδικών τάφων ανθρώπων οι οποίοι επί δεκαετίες θεωρούνταν απλώς εξαφανισμένοι.

Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο της ταινίας «Ο δάσκαλος που υποσχέθηκε τη θάλασσα» της Καταλανής σκηνοθέτιδας Πατρίσια Φοντ [Patricia Font] η οποία αρχίζει με την ανακάλυψη ενός μαζικού τάφου σε μια περιοχή κοντά στο Μπούργκος. Η Άρι [Αριάδνη, Laia Costa] μαθαίνει πως ο παππούς της έψαχνε τον αγνοούμενο πατέρα του και είχε ζητήσει να ειδοποιηθεί από έναν τοπικό σύλλογο σε περίπτωση ανεύρεσης κάποιου τάφου στην περιοχή καταγωγής του. Ο παππούς τώρα βρίσκεται στο γηροκομείο με άνοια και η οικογένεια δεν γνωρίζει τίποτα για τον χαμένο προπάππου – η δικτατορία επέβαλλε τη σιωπή. Η Αριάδνη θα ακολουθήσει τον μίτο που θα τη φέρει σε μια μικρή πόλη για να βρει τα ίχνη του πρόγονού της. Εκεί γνωρίζεται με τον ηλικιωμένο Εμίλιο που θα της μιλήσει για τον δάσκαλο Αντόνι ή Αντόνιο και για τους μαθητές του στα χρόνια λίγο πριν τον Εμφύλιο. Από εκεί και πέρα η αφήγηση χωρίζεται στα δύο, με το ένα νήμα να ακολουθεί τον πρωτοποριακό δάσκαλο [Enric Auquer] και το άλλο την Αριάδνη.


Το θέμα θυμίζει τις «Παράλληλες μητέρες» του Αλμοδόβαρ, αλλά εδώ έχουμε και την παιδαγωγική διάσταση μια και ο Αντόνιο ενοχλεί τους παράγοντες της τοπικής κοινωνίας όχι μόνο λόγω των πολιτικών φρονημάτων του αλλά και επειδή καταφέρνει να κερδίσει τις καρδιές των μικρών παιδιών με τις συμμετοχικές μεθόδους του. Από την άλλη, η πάντα σοβαρή Αριάδνη παλεύει με πείσμα να ξεθάψει έγγραφα, κειμήλια και μυστικά που ίσως έχουν χαθεί για πάντα. Αυτό που αναβλύζει από τις εικόνες της Φοντ είναι θλίψη και οργή για τις χαμένες γενιές τις καταδικασμένες από τη μισαλλοδοξία και την αδαημοσύνη των φανατικών. Θλίψη και οργή για τις γενιές που εμποδίστηκαν να δουν τη θάλασσα και με το βλέμμα στο μέλλον που έρχεται - σίγουρα δεν είναι τυχαίο που η Αριάδνη είναι μητέρα, ενώ η υπεύθυνη των εκσκαφών είναι έγκυος.

Η Φοντ σημασιοδοτεί τις δύο αφηγηματικές της γραμμές κυρίως μέσω της χρωματικής της παλέτας: ψυχρά γαλάζια, βροχερά και συννεφιασμένα πλάνα με την αγέλαστη Αριάδνη – που αναρρώνει από κάποια απροσδιόριστη ασθένεια - να κυριαρχούν στο τώρα της ταινίας [2010], ενώ οι σκηνές με τον Αντόνιο έχουν συχνά θερμά γήινα χρώματα, ηλιόφως σε πολλές εξωτερικές σκηνές, και με ιδιαίτερη προσοχή στα εσωτερικά νυχτερινά πλάνα σε μια εποχή χωρίς ηλεκτρισμό. Κάποιες κριτικές διαπίστωσαν ότι δεν «δένουν» τα δύο χρονικά επίπεδα της ταινίας! Μα φυσικά – αντίθεση δείχνουν, ανάμεσα σε μια εποχή ελπίδας και αθωότητας και σε ένα ακυρωμένο από την Ιστορία παρόν. Η ταινία έχει ρυθμό, οι αποκαλύψεις δίνονται ακριβώς όταν πρέπει, με πολύ καλή σχέση ανάμεσα στις δύο αφηγηματικές γραμμές, και το πέρασμα από το τώρα στο τότε γίνεται ομαλά, χωρίς ωστόσο να συγχέονται ποτέ.


Γενικά, αποφεύγω να δίνω σημασία στις κριτικές, όμως αυτή τη φορά μού χτύπησαν τόσο άδικα κάποια πράγματα που γράφτηκαν για την ταινία που δεν μπορώ να τα αφήσω ασχολίαστα. Πρώτα απ’ όλα, η κριτική ότι «Ο δάσκαλος που υποσχέθηκε τη θάλασσα» στηρίζεται υπερβολικά στο συναίσθημα. Το θέμα είναι άκρως συγκινητικό έτσι κι αλλιώς κι όποιος δεν το αντιλαμβάνεται μάλλον έχει πρόβλημα. Έβλεπα πρόσφατα το ντοκιμαντέρ του BBC El silencio de otros με το ίδιο λίγο-πολύ θέμα και εκεί, παρά τις σκηνοθετικές προσπάθειες να κρατηθεί κάποια απόσταση, η συγκίνηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Όσοι ισχυρίζονται ότι η ταινία της Φοντ δίνει υπερβολικό βάρος στο συναίσθημα ας μας εξηγήσουν πώς το κάνει. Γιατί εγώ δεν είδα ούτε κοντινά πλάνα σε πρόσωπα που υποφέρουν, ούτε επιμονή σε σκηνές βίας, ούτε επίδειξη παιδικής αθωότητας στα πρόσωπα των μαθητών, εκτός αν τέτοιο σκηνοθετικό τέχνασμα θεωρείται η συχνή παρουσία στην οθόνη θαμμένων οστών. Η δεύτερη παρατήρησή μου αφορά μια ξένη κριτική που αναφερόταν στον «μανιχαϊσμό» της ταινίας… Αν εννοούσε ότι οι δυο κεντρικοί ήρωες είναι αψεγάδιαστοι εκπρόσωποι του Καλού, θα έλεγα πως και ο Αντόνιο βγαίνει συχνά αφελής και απερίσκεπτα ριψοκίνδυνος όταν ειδοποιείται καλοπροαίρετα να προσέχει ή όταν συγκρούεται με τον παπά χωρίς στοιχειώδη ευελιξία, αλλά και η Αριάδνη μοιάζει απότομη και αδιάλλακτη απέναντι στους γύρω της, παρόλο που προς το τέλος δείχνει να μαλακώνει - εξαιρετικές ηθοποιίες από τους δύο πρωταγωνιστές. Αν μανιχαϊσμός στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν να βλέπαμε και κάποιες… καλές πλευρές του Κακού – του ανθρωποφάγου Μινώταυρου, για να μείνω στον μύθο της Αριάδνης -, τότε δεν καταλαβαίνουμε για ποια ιστορικά γεγονότα και για τι εγκλήματα μιλάμε.

Σε μια εποχή που τα σύννεφα του φασισμού πυκνώνουν πάλι, καλό είναι να θυμόμαστε. Γιατί λήθη και σιωπή ισοδυναμούν με συνενοχή.

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Χαβιέρ Μαρίας [1951-2022]

Ο Ισπανός συγγραφέας Χαβιέρ Μαρίας – κατά τη γνώμη μου, ένας από τους σημαντικότερους της
εποχής μας – έφυγε από τη ζωή στις 11 Σεπτέμβρη του 2022, λίγες μέρες πριν συμπληρώσει τα 71 του χρόνια. Ένα μέρος από το έργο του παραμένει ακόμη αμετάφραστο στα ελληνικά ή είναι εξαντλημένο.Με συγκίνηση είδα πως πριν από δύο μήνες κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το προτελευταίο του μυθιστόρημα, Μπέρτα Ίσλα [2017], από τις εκδόσεις Πατάκη. Η συγκίνηση δεν αφορούσε τη δυνατότητα ανάγνωσης εκ μέρους μου, μια και η ανυπομονησία μου με είχε οδηγήσει να προμηθευτώ την αγγλική μετάφραση τόσο αυτού όσο και κάποιων άλλων έργων του, αλλά την επιβεβαίωση ότι υπήρχε ακόμη εκδοτικό ενδιαφέρον όπως και αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα που αναμένει την ολοκλήρωση του έργου του Μαρίας.
Ας είναι η δική μου συμβολή στην παρουσία του συγγραφέα στα καθ’ ημάς η μετάφραση από τα αγγλικά των πρώτων δύο σελίδων του μυθιστορήματος Negra espalda del tiempo [1998] [Η μαύρη ράχη του χρόνου] που δεν υπάρχει στα ελληνικά. Στο απόσπασμα αυτό ο Μαρίας μιλάει για τους περιορισμούς της γλώσσας στην αφήγηση της πραγματικότητας.


"Πιστεύω πως ποτέ δεν έχω περάσει τη μυθοπλασία για πραγματικότητα, αν και τις έχω ανακατέψει περισσότερο από μια φορά, όπως όλοι, όχι μόνο οι μυθιστοριογράφοι ή οι συγγραφείς αλλά όλοι όσοι έχουν αφηγηθεί οτιδήποτε από τότε που άρχισε ο χρόνος που ξέρουμε, και κανείς σε όλον αυτό τον γνωστό χρόνο δεν έχει κάνει κάτι άλλο παρά να λέει και να ξαναλέει, ή να προετοιμάζει και να συλλογίζεται, ή να σκαρώνει μια ιστορία. Οποιοσδήποτε μπορεί να διηγηθεί μια προσωπική ιστορία για κάτι που συνέβη και το απλό γεγονός της διήγησης ήδη την παραμορφώνει και τη διαστρεβλώνει, η γλώσσα δεν μπορεί να ανασυστήσει κάτι που συνέβη ούτε πρέπει να αποπειράται κάτι τέτοιο, και αυτός είναι ο λόγος, φαντάζομαι, που σε κάποιες δίκες – στις κινηματογραφικές δίκες, τουλάχιστον, που τις γνωρίζω καλύτερα – τα εμπλεκόμενα μέρη καλούνται να εκτελέσουν μια υλική ή σωματική αναπαράσταση αυτού που συνέβη, επαναλαμβάνοντας τις χειρονομίες, τις κινήσεις, τα δηλητηριώδη βήματα, τον τρόπο που έχωσαν το μαχαίρι και έγιναν κατηγορούμενοι. τους ζητάνε να μιμηθούν πώς άρπαξαν το όπλο του φόνου έπληξαν κάποιον που, εξαιτίας αυτής της πράξης, έπαψε να υπάρχει, ή μάλλον τον κενό αέρα, γιατί δεν είναι αρκετό να το πουν, να διηγηθούν την ιστορία με απάθεια και με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, πρέπει να γίνει ορατή, απαιτείται μια μίμηση, μια αναπαράσταση, μια σκηνοθεσία της, τώρα όμως χωρίς το μαχαίρι στο χέρι και χωρίς το σώμα – σακί με αλεύρι, σακί με σάρκα – να το χώσουν μέσα, αυτή τη φορά με ψυχρή αποστασιοποίηση, χωρίς να προσθέσουν στη λίστα άλλο ένα έγκλημα ή άλλο ένα θύμα, αλλά μόνο ως προσποίηση και ανάμνηση, γιατί δεν μπορούν ποτέ να αναπαραστήσουν τον χρόνο που πέρασε ή χάθηκε, ούτε μπορούν να ξαναζωντανέψουν τους νεκρούς που είναι για πάντα χαμένοι μέσα σε εκείνο τον χρόνο.
Αυτό δείχνει μια απόλυτη δυσπιστία απέναντι στις λέξεις, ανάμεσα σε άλλους λόγους επειδή οι λέξεις – ακόμη κι όταν μιλιούνται, ακόμη και στην πιο πρόχειρη μορφή τους – είναι αυτές καθαυτές μεταφορικές και ως εκ τούτου ανακριβείς και δεν μπορούμε να τις φανταστούμε χωρίς διάκοσμο, αν και συχνά αθέλητο. διάκοσμος υπάρχει ακόμη και στην πιο στεγνή εκφορά του λόγου και συχνά σε επιφωνηματικές και σε προσβλητικές κουβέντες. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει κανείς είναι να εισαγάγει ένα «σαν να» στην ιστορία, ή ούτε καν αυτό, το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να χρησιμοποιήσεις μια παρομοίωση, σύγκριση ή σχήμα λόγου («φερόταν σαν βλάκας», «την κυρίευσε η οργή» - το είδος της έκφρασης της καθομιλουμένης που ανήκει περισσότερο στη γλώσσα παρά στον ομιλητή που την επιλέγει, αυτό και μόνο αρκεί) και η μυθοπλασία παρεισφρέει στην αφήγηση του τι συνέβη, αλλάζοντάς το ή παραποιώντας το. Η σεβαστή προσδοκία οποιουδήποτε χρονικογράφου ή επιζώντα – να πει τι συνέβη, να περιγράψει ό,τι έγινε, να αφήσει μια καταγραφή των γεγονότων, των εγκλημάτων και των κατορθωμάτων – είναι στην πραγματικότητα μια ψευδαίσθηση ή μια χίμαιρα, ή μάλλον η ίδια η φράση και η ίδια η έννοια είναι ήδη μεταφορικές και συγγενεύουν με τη μυθοπλασία. Το «να πεις τι συνέβη» είναι αδιανόητο και μάταιο, ή δυνατό μόνο ως επινόηση. Η ιδέα της μαρτυρίας είναι επίσης μάταιη και δεν υπήρξε ποτέ μάρτυρας που να εκπλήρωσε πραγματικά το καθήκον του. Όπως και να ‘ναι, πάντα ξεχνάμε υπερβολικά πολλές στιγμές και ώρες και μήνες και χρόνια, ακόμη και την ουλή πάνω στον μηρό που έβλεπα και φιλούσα κάθε μέρα για χρόνια κατά τη διάρκεια του γνωστού και χαμένου της χρόνου. Ξεχνάμε χρόνια ολόκληρα, και όχι απαραίτητα τα λιγότερο σημαντικά."
[Μετάφραση από τα αγγλικά: Παναγιώτης Α. Αλεξανδρίδης]


Εργογραφία του Χαβιέρ Μαρίας στα ελληνικά – με τη χρονολογική σειρά των πρωτότυπων εκδόσεων:

Μυθιστορήματα
Τα λημέρια του λύκου [Καστανιώτης, 2002][Los dominios del lobo, 1971]
Ο αιώνας [Λιβάνης, 1998][El siglo, 1983]
Ο αισθηματικός άντρας [Ζαχαρόπουλος, 1991][El hombre sentimental, 1986]
Όλες οι ψυχές [Κέδρος, 1997][Todas las almas, 1989] Εξαντλημένο;
Καρδιά τόσο άσπρη [Μέδουσα-Σέλας, 1995][Corazón tan blanco, 1992]
Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς [Μέδουσα-Σέλας, 1997][Mañana en la batalla piensa en mí, 1998]
Το πρόσωπό σου αύριο 1. Πυρετός και λόγχη [Μέδουσα-Σέλας, 2008][Tu rostro mañana 1. Fiebre y lanza, 2002] – Πρόκειται για τριλογία που ολοκληρώνεται με τα (αμετάφραστα) 2. Baile y sueño [2004] και 3. Veneno y sombra y adiós [2007]
Ερωτοτροπίες [Πατάκης, 2015][Los enamoramientos, 2011]
Έτσι αρχίζει το κακό [Πατάκης, 2021][Así empieza lo malo, 2014]
Μπέρτα Ίσλα [Πατάκης 2025][Berta Isla, 2017]

Διηγήματα
Όταν ήμουν θνητός [Μέδουσα-Σέλας, 2000][Quando fui mortal, 1996]

Δοκίμια
Γράφοντας τις ζωές των άλλων [Πατάκης, 2014][Vidas escritas, 1992]


Ευελπιστούμε ότι η μεταφραστική προσπάθεια θα συνεχιστεί με την ολοκλήρωση της τριλογίας Το πρόσωπό σου αύριο και την έκδοση του τελευταίου μυθιστορήματος του Μαρίας, Tomás Nevinson [2021].

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Οι καλύτερες ταινίες του 2023

Oppenheimer [Chris Nolan]

Μια σπουδαία ταινία για τα ηθικά διλήμματα του πατέρα της ατομικής βόμβας. Ο Οπενχάιμερ, αριστερός Εβραίος, πείθεται να εργαστεί για την κατασκευή του υπερόπλου που θα νικήσει τον Χίτλερ, αλλά αργότερα παίρνει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, προς μια αμφίβολη δόξα. Ο Νόλαν δείχνει να ενηλικιώνεται σκηνοθετικά και μας προσφέρει μερικές σκηνές που θα μείνουν στην ιστορία του κινηματογράφου.


Living/ Αισθάνομαι ζωντανός [Oliver Hermanus]

Στο Λονδίνο του 1953, ένας προϊστάμενος δημόσιας υπηρεσίας διευθύνει το χαρτοβασίλειό του με αδιαφορία για τους υφισταμένους του και αναλγησία για τους πολίτες. Όταν μαθαίνει ότι του απομένει ελάχιστος χρόνος να ζήσει, όλα παίρνουν αναπάντεχη τροπή. Εμπνευσμένη από μια νουβέλα του Τολστόι και το Ikuru του Κουροσάβα, σε σενάριο Κάζουο Ισιγκούρο, η ταινία καταφέρνει να γεννήσει αισιοδοξία από ένα θέμα που μοιάζει βαρύ.


Killers of the Flower Moon/ Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού [Martin Scorsese]

Ένα έπος για το πώς η γενοκτονία των Ινδιάνων με στρατιωτικά κυρίως μέσα στον 19ο αιώνα, ολοκληρώνεται μέσω της απληστίας στον 20ο. Ένας αδύναμος άνθρωπος αφήνεται να παρασυρθεί από τον ισχυρό άνδρα του τόπου σε εγκλήματα που συχνά μοιάζουν να στρέφονται ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του. Παρά την αξιόλογη εικονογραφία, ο Σκορσέζε μένει στο ψυχολογικό επίπεδο χωρίς να πολυαγγίζει το πολιτικό.


How to Blow Up a Pipeline [Daniel Goldhaber]

Οκτώ νεαρά άτομα αποφασίζουν να ανατινάξουν έναν αγωγό πετρελαίου για να προτρέψουν τους Αμερικανούς να αντιδράσουν στην εντεινόμενη περιβαλλοντική καταστροφή. Αν και περίμενα ένα μάλλον βαρετό οιονεί ντοκιμαντέρ, ξαφνιάστηκα πολύ ευχάριστα παρακολουθώντας ένα οικολογικό θρίλερ με σασπένς, ενδιαφέρουσα ανάπτυξη χαρακτήρων και αναπάντεχη εξέλιξη.


Argentina 1985 [Santiago Mitre]


Ταινία για τη δίκη που καταδίκασε σε ισόβια τον δικτάτορα Βιντέλα και έστειλε στη φυλακή αρκετούς συνεργάτες του, για τα χιλιάδες εγκλήματα που διέπραξαν κατά τη διάρκεια της τελευταίας δικτατορίας της Αργεντινής [1976-1983]. Αντί να επικεντρωθεί σε μια ντοκιμαντερίστικη ανάπλαση των γεγονότων, ο σκηνοθέτης επέλεξε να δώσει κάποια ελαφράδα, προσθέτοντας χιούμορ, μικρές οικογενειακές σκηνές, και συγκίνηση.


Reality [Tina Satter]


Η Ριάλιτι Γουίνερ εργάζεται ως μεταφράστρια σε μια κυβερνητική υπηρεσία. Μια μέρα, επιστρέφοντας από το μάρκετ, έρχεται αντιμέτωπη με πράκτορες που την ανακρίνουν για διαρροή κρατικών μυστικών. Γυρισμένο με ντοκιμαντερίστικο τρόπο, το πολιτικό αυτό θρίλερ καταφέρνει να μεταδώσει όλη την αγωνία ενός ανθρώπου πιασμένου στα δίκτυα των μυστικών υπηρεσιών.


Anatomy of a Fall/ Anatomie d’une chute/ Ανατομία μιας πτώσης [Justine Triet]


Το γαλλικό αυτό δικαστικό θρίλερ μάς έρχεται βραβευμένο με τον Χρυσό Φοίνικα του 2023. Μια συγγραφέας είναι ύποπτη για τον θάνατο του συζύγου της. Η όλη προσωπικότητά της στρέφεται εναντίον της αθωότητάς της. Η Triet δημιουργεί ιδιαίτερη ψυχολογική ένταση και ταυτόχρονα αναλύει τη σχέση του ζευγαριού, ενώ η παρουσία του τυφλού γιού προσθέτει βάθος στο δράμα.


Corsage/ Κορσές [Marie Kreutzer]


Γυναικεία ματιά και εξαιρετική ανάπλαση της εποχής και της ζωής της Ελισσάβετ της Αυστρίας, της γνωστής Σίσσυ, συζύγου του Αυτοκράτορα Φραγκίσκου-Ιωσήφ. Όταν φτάνει στην ηλικία των 40, η Ελισσάβετ συνειδητοποιεί πόσο στενός «κορσές» είναι η αυτοκρατορική της ιδιότητα. Γεμάτη λαχτάρα για ζωή, αγνοημένη από έναν αδιάφορο απέναντί της σύζυγο, βυθίζεται όλο και πιο πολύ στα αδιέξοδά της.


Prison 77/ Modelo 77/ Η απόδραση του ‘77 [Alberto Rodriguez]


O σκηνοθέτης του συγκλονιστικού θρίλερ La isla minima δίνει εδώ μια ιστορία για τον αγώνα για αμνηστία, αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη των κρατουμένων στις ισπανικές φυλακές κατά τη διάρκεια της υποτιθέμενης μεταπολίτευσης μετά τον Φράνκο, που ουσιαστικά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Με εξαιρετικό ρυθμό και ανάπτυξη χαρακτήρων, η ταινία κρατάει τον θεατή μέχρι την τελευταία σκηνή.


Master Gardener [Paul Schrader]


Ο αρχικηπουρός του τίτλου εργάζεται για μια πλούσια χήρα, η οποία του ζητάει να προσλάβει την ανιψιά της. Η νεαρή κοπέλα θα λειτουργήσει ως καταλύτης στις σχέσεις του κηπουρού με την εργοδότριά του, στην αποκάλυψη του παρελθόντος του και στην αγωνιώδη προσπάθειά του για γαλήνη. Βραδυφλεγές θρίλερ του σεναριογράφου του Ταξιτζή με το μόνιμο θέμα του: την αντιφατική πορεία του ήρωα προς τη λύτρωση.


Barbie [Greta Gerwig]

Όταν η Μπάρμπι αντιλαμβάνεται κάποια ψεγάδια πάνω της, ξεκινάει (μαζί με τον Κεν) ένα ταξίδι από τον κουκλίστικο παράδεισό της στον αληθινό κόσμο, σε αναζήτηση ταυτότητας. Αυτό θα οδηγήσει σε επανεξέταση των ρόλων στον κόσμο της Μπάρμπι. Η Αμερικανίδα σκηνοθέτιδα δημιουργεί μια ταινία καθόλου αφελή, όπως άδικα έχει κατηγορηθεί, αλλά που αντίθετα δίνει τροφή για προβληματισμό για τον ρόλο των φύλων σήμερα.


Afire/ Roter Himmel/ Κόκκινος ουρανός [Christian Petzold]


Ο Λεόν και ο Φέλιξ πηγαίνουν για διακοπές στο εξοχικό του δεύτερου στη Βαλτική. Η αναπάντεχη παρουσία της Νάντια στο σπίτι και οι έρωτές της προκαλούν διαφορετικές αντιδράσεις στους δύο φίλους. Καταλυτικό ρόλο θα παίξουν οι φωτιές στα δάση της περιοχής. Ο Petzold επανασυνδέεται με τις πρώτες του ταινίες, προσθέτοντας ωστόσο νέα στοιχεία – περιβαλλοντολογικά - στη θεματολογία του.


May December [Todd Haynes]


Η Γκρέισι, μια 36χρονη παντρεμένη γυναίκα, φυλακίζεται για αποπλάνηση του 13χρονου συμμαθητή του γιου της. Το αταίριαστο ζευγάρι παντρεύεται και αποκτά τρία παιδιά. Χρόνια αργότερα, μια νεαρή ηθοποιός πηγαίνει στο σπίτι της κατά τα φαινόμενα ευτυχισμένης οικογένειας για να μελετήσει τον χαρακτήρα της Γκρέισι στο πλαίσιο μιας ταινίας. Η ταινία εξετάζει τις προκαταλήψεις μας, αλλά και το τι σημαίνει ηθοποιία. 


Άλλες πολύ αξιόλογες ταινίες που θα πρότεινα: Babylon [Damien Chazelle], The Whale [Darren Aronofsky], Rheingold [Fatih Akin], The Old Oak [Ken Loach], The Killer [David Fincher] - όλες από αγαπημένους σκηνοθέτες. Όμως, κάπου έπρεπε να τραβηχτεί μία γραμμή, πάντα με βάση το προσωπικό μου γούστο. 

Αναμένονται με μεγάλο ενδιαφέρον οι: Poor Things [Γιώργος Λάνθιμος]. Napoleon [Ridley Scott], Il sol dell'avvenire [Ninno Moretti], Coup de Chance [Woody Allen], The Zone of Interest [Jonathan Glazer], και άλλες, που δεν έχουμε δει ακόμη.

 

Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Τάνγκο: η γέννηση - τα πρώτα βήματα - η εξέλιξη ως το 1960.

«Το τάνγκο δεν γεννιέται από τον συνδυασμό διαφόρων μουσικών ειδών, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο το δημιουργικό πνεύμα και η υπαρξιακή διάθεση του πορτένιο* πλάθει αυτά τα μουσικά είδη. Άλλο πράγμα ο ζωγράφος κι άλλο η παλέτα.» [Οράσιο Φερέρ, Το τάνγκο, η ιστορία και η εξέλιξή του]

[*πορτένιο = άνθρωπος του λιμανιού - ο κάτοικος του Μπουένος Άιρες]


Οι ρίζες

Το τάνγκο [όπως και το λαϊκό θέατρο, που έχει στενή σχέση μαζί του] είναι τέχνη των λαϊκών τάξεων και γεννήθηκε στις πόλεις του κόλπου του Ρίο ντε λα Πλάτα [Μπουένος Άιρες, Μοντεβιδέο] από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Η εξωτερική μετανάστευση αφορά κυρίως Ισπανούς, Ιταλούς και Γερμανούς, ενώ η εσωτερική τούς εξαθλιωμένους γκάουτσο [ανθρώπους της υπαίθρου] και αυτόχθονες πληθυσμούς που στρέφονται στην πόλη για να επιβιώσουν. Η μετανάστευση στην Αργεντινή μετά τη δεκαετία του 1880 – δεύτερη σε αριθμούς μετά από αυτή στις ΗΠΑ – βοήθησε ώστε το 1908 η χώρα να είναι η 7η πιο αναπτυγμένη χώρα στον κόσμο. Η μετανάστευση οδήγησε στην επανασύσταση της αργεντίνικης κοινωνίας.

Το τάνγκο λοιπόν γεννιέται στα περίχωρα της μεγαλούπολης. Στα κονβεντίγιος, τις φτωχικές αυλές που σε μικρά δωμάτια γύρω τους στριμώχνονται πολυπληθείς οικογένειες, κοντά στα λιμάνια – εικόνα οικεία και σε όσους μεγάλωσαν σε προσφυγικές συνοικίες στην Ελλάδα. Εκεί βράζει η ψυχή του φτωχού μετανάστη και του περιθωριοποιημένου Αργεντίνου – του ξεπεσμένου γκάουτσο, του κομπάδρε [καπέλο, μαντίλι, μαχαίρι] και της πόρνης. Των στρωμάτων εκείνων που αρνιούνται τους κανόνες της αστικής κοινωνίας. Είναι η μουσική των κακόφημων καφενείων και των οίκων ανοχής. Των οίκων ανοχής, όπου οι μάγκες και οι κουτσαβάκηδες της περιφέρειας πηγαίνουν, εκτός των άλλων, να ακούσουν μουσική και να χορέψουν - με πρόδηλο το ερωτικό στοιχείο.


Αυτό το γοητευτικό και άθλιο χαρμάνι – ανάλογα από ποια σκοπιά το βλέπεις – που ζούσε σε μόνιμη κατάσταση  άγχους, πόνου και περιθωριοποίησης, δημιούργησε νέες συνθέσεις. Ο Φερέρ θεωρεί το τάνγκο υβριδική σύνθεση τριών μουσικών ειδών: του τάνγκο ανδαλούς, της χαμπανέρα [που έφεραν οι Κουβανοί ναύτες του λιμανιού της Μπόκα] και της μιλόνγκα. Ταυτόχρονα, θεωρεί σημαντική τη συμβολή της αφρικάνικης μουσικής και τις επιρροές από την αυτόχθονη  μουσική των Ινδιάνων, χωρίς όμως να τις αναλύει, λέγοντας πως υπερβαίνουν τα όρια της μελέτης του. Αντίθετα, αναλύει επιμελώς τον ρόλο που έπαιξε το λαϊκό θέατρο στην ανάμειξη αυτών των ειδών και στην αποδοχή του τάνγκο από ευρύτερες λαϊκές μάζες. Αυτό έγινε κυρίως με την εισαγωγή του στις ισπανικής προέλευσης σαϊνέτε – μονόπρακτα με κωμική διάθεση και λαϊκό χαρακτήρα που παιζόταν στο τέλος ή ανάμεσα σε μεγαλύτερες παραστάσεις. Η συμμετοχή αυτή του τάνγκο στις λαϊκές θεατρικές παραστάσεις με τον καιρό γενικεύτηκε συμβάλλοντας στη δημιουργία του «εθνικού θεάτρου».

Το πνεύμα του τάνγκο υπήρχε στις πόλεις του Ρίο ντε λα Πλάτα πριν εμφανιστεί το ίδιο το τάνγκο. Οι λαϊκές τάξεις ασχολούνται με το θέατρο και το τάνγκο ως καλλιτεχνικά μέσα έκφρασης γιατί οι απαιτούμενες τεχνικές δεξιότητες δεν υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους – οποιοσδήποτε παίζει ένα μουσικό όργανο μπαίνει σε έναν κύκλο και παίζει. Η έκφραση μέσα από ένα τάνγκο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις, σε εκείνο το πρώτο στάδιο τουλάχιστον. Το σφύριγμα ενός σκοπού, ένα προφορικό ποίημα, είναι και μπορεί να είναι ένα τάνγκο.

Όλοι αυτοί οι ανώνυμοι αναλφάβητοι μουσικοί βάζουν το λιθαράκι τους στην αυθεντική φυσιογνωμία του τάνγκο. Τα πρόσωπα-κλειδιά και τα έργα-ορόσημα στην ιστορία του τάνγκο δεν είναι περισσότερο από το 10% μιας τεράστιας καλλιτεχνικής παραγωγής.

Άντρες παίζουν και χορεύουν τάνγκο [Μπουένος Άιρες, περ. 1900]

Παλιά και Νέα Φρουρά

Χοντρικά η εξέλιξη του τάνγκο χωρίζεται σε Παλιά και Νέα Φρουρά [Guardia ViejaGuardia Nueva] με μορφολογικά κυρίως κριτήρια.

Η Παλιά Φρουρά – περίπου 1880-1920 – χαρακτηρίζεται από την οριστικοποίηση του ηχοχρώματος.Οι πρώτες ορχήστρες είχαν άναρχη σύνθεση. Αρχικά, φεύγουν τα χάλκινα και στις ορχήστρες καθιερώνεται η άρπα, το βιολί και το φλάουτο. Στις αρχές του 20ου αιώνα η άρπα αντικαθίσταται από την κιθάρα. Λίγο αργότερα κυριαρχούν το πιάνο, το βιολί και το μπαντονεόν – όργανο με γερμανικές ρίζες.

Επίσης οριστικοποιείται ο χορός του τάνγκο.

Κοινωνικά, σιγά-σιγά περνά από τα χέρια των περιθωριακών ομάδων στα φτωχά και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης. Η μπουρζουαζία απορρίπτει συστηματικά το τάνγκο. Όμως, «με απορρίπτουν άρα υπάρχω».

Με τη Νέα Φρουρά – περίπου 1920-1960 – σταθεροποιείται η δομή του τάνγκο σε 2-3 16μετρα. Η γλώσσα των τραγουδιών είναι ένα αμάλγαμα ισπανικών με ιταλικά, γερμανικά και αυτόχθονα στοιχεία. Οι φιγούρες του χορού απλοποιούνται. Τώρα πια, ακόμη και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα διασκεδάζουν ακούγοντας και χορεύοντας τάνγκο.

Εκεί που αρχικά παιζόταν σε κακόφημα καφενεία των περιχώρων, σε παράνομα μαγαζιά και σε οίκους ανοχής, τώρα το βρίσκει κανείς σε καφέ, καμπαρέ, ανοιχτούς χώρους αναψυχής, σινεμά, θέατρα, ζαχαροπλαστεία, αίθουσες χορούς, κλπ.

Η μουσική βιομηχανία ασχολείται συστηματικά πια με την οικονομική του εκμετάλλευση και αυτό συνακόλουθα φέρνει αναγνώριση πνευματικών δικαιωμάτων αλλά και οργάνωση των καλλιτεχνών σε επαγγελματικά σωματεία.

Το Κουαρτέτο του Εδουάρδο Αρόλας (δεύτερος από αριστερά)
  

Ονόματα καλλιτεχνών που εμφανίζονται την πρώτη εποχή είναι ο «τίγρης» Εδουάρδο Αρόλας, ο «Γερμανός» Αρτούρο Μπερνστάιν, ο Πέδρο Μάφια, ο Ρομπέρτο Φίρπο και η ορχήστρα του, ο Χουάν Κάρλος Κομπιάν [La casita de mis viejos], ο Πασκουάλ Κοντούρσι που μας δίνει το πρώτο τάνγκο με στίχους, το Mi noche triste [1916-1917]. Χωρίς βέβαια οι παλιοί να εξαφανιστούν, νέα ονόματα βγαίνουν στην επιφάνεια λίγο πριν ή μετά το 1920: Αγκουστίν Μπαρντί [Que Noche!, El Abrojo], ο Χούλιο ντε Κάρο, ο Οσβάλντο Πουλιέσε, που το τραγούδι του Recuerdo θεωρείται σταθμός στη διάκριση των περιόδων, και φυσικά ο μεγάλος Κάρλος Γκαρδέλ, σταθμός στην ερμηνεία των τραγουδιών του τάνγκο.

Κάρλος Γκαρδέλ

Η εξέλιξη των μουσικών σχημάτων περνάει από το απλό τρίο [βιολί, πιάνο, μπαντονεόν] στο σεξτέτο [2 βιολιά, 2 μπαντονεόν, κοντραμπάσο, πιάνο], που δίνει ηχητική βαρύτητα, και τέλος στην Orquesta tipica [1915-20] που συνήθως αποτελείται από μια ομάδα εγχόρδων [βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο], μια ομάδα μπαντονεόν [3+] και μια ομάδα ρυθμού [πιάνο, κοντραμπάσο].

Μπαντονεόν


[Το σύντομο αυτό άρθρο βασίστηκε στο βιβλίο του Οράσιο ΦερέρΤο τάνγκο, η ιστορία και η εξέλιξή του [1959], στα ελληνικά: εκδόσεις Κοντύλι.]

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

Στις Βαΐες* - H.D. [Hilda Doolittle]

Έπρεπε να το σκεφτώ

πως σε όνειρο θα μου ‘χες φέρει

κάτι όμορφο, επικίνδυνο,

ορχιδέες σε μεγάλη θήκη,

μιας και (σε όνειρο) ποιος θα ‘λεγε

εγώ στο στέλνω αυτό,

που άφησα αφίλητες τις φλέβες

τις γαλάζιες του λαιμού σου.

 

Πώς γίνεται τα χέρια σου

(που ποτέ δεν πήραν τα δικά μου)

τα χέρια σου που έβλεπα

να πλανιούνται πάνω απ’ τις ορχιδέες

τόσο προσεχτικά

τα χέρια σου τόσο εύθραυστα, να ανασηκώνουν

τόσο απαλά, τα εύθραυστα τα σέπαλα των λουλουδιών –

ω, ω, πώς ήταν

 

Ποτέ δεν έστειλες (σε όνειρο)

αυτό ακριβώς το σχήμα, αυτό ακριβώς το άρωμα,

όχι βαρύ, όχι φιλήδονο

μα επικίνδυνο – επικίνδυνο –

των ορχιδέων σε μεγάλη θήκη,

και από κάτω λαμπρή περγαμηνή

με λίγα λόγια:

 

               Άνθος σταλμένο σε άνθος.  

               για χέρια λευκά, από τα φύλλα των ανθών

               τα λιγότερο λευκά, λιγότερο όμορφα 

               ή 

               Εραστής προς ερωμένη**, χωρίς φιλί,

               ούτε άγγιγμα, αλλά για πάντα αυτό.


[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]

Χίλντα Ντούλιτλ: Αμερικανίδα ποιήτρια και μυθιστοριογράφος (1886 - 1961) [βλέπε φωτογραφία]. Σχετίστηκε με την ομάδα των εικονιστών (imagists) και τον Έζρα Πάουντ ενώ αργότερα τα γραπτά της θεωρήθηκαν γυναικο-κεντρική εκδοχή του μοντερνισμού.

*Τόπος διακοπών της Ρωμαϊκής περιόδου στην Καμπανία της Νότιας Ιταλίας, περιβόητος για την ελευθεριότητα και τις ηδονιστικές απολαύσεις που προσέφερε.

** Στα Αγγλικά η φράση δεν έχει φύλο (Lover to lover)


Φωτιά και πάγος - Ρόμπερτ Φροστ

Κάποιοι λένε ο κόσμος θα τελειώσει στη φωτιά,

Κάποιοι λένε στον πάγο.

Απ' όση στη ζωή ένιωσα πεθυμιά

Τάσσομαι εγώ μ' αυτούς που θέλουν τη φωτιά.

Μα αν ήταν να χαθεί δύο φορές,

Νομίζω μίσος γνώρισα αρκετό

Ώστε να πω ότι ο πάγος για καταστροφές

Σπουδαίος είναι και αυτός

Και τη δουλειά θα κάνει επαρκώς. 

 

[Μετάφραση: Παναγιώτης Αλεξανδρίδης]


Δευτέρα 17 Απριλίου 2023

Η τέχνη του κινηματογράφου

"Το ανθρώπινο μυαλό δεν ησυχάζει ποτέ. Αναζητεί συνεχώς τάξη και νόημα, ελέγχοντας γύρω του για ρήξεις στη συνήθη διάταξη του κόσμου.

Τα έργα τέχνης βασίζονται σε αυτή τη δυναμική, ενοποιητική ιδιότητα του μυαλού. Παρέχουν οργανωμένες περιστάσεις στις οποίες εξασκούμε και αναπτύσσουμε την ικανότητά μας να δίνουμε προσοχή, να προσδοκούμε επερχόμενα γεγονότα, να βγάζουμε συμπεράσματα και να οικοδομούμε ένα όλον από τα επιμέρους. Κάθε μυθιστόρημα αφήνει κάτι για τη φαντασία. Κάθε τραγούδι μάς ζητά να περιμένουμε κάποιες συγκεκριμένες εξελίξεις στη μελωδία. Κάθε ταινία μάς παροτρύνει να συνδέουμε σκηνές για να δομήσουμε νοερά ένα ευρύτερο σύνολο."


["Film Art: An Introduction", David Bordwell - Kristin Thompson]