Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2023

Τάνγκο: η γέννηση - τα πρώτα βήματα - η εξέλιξη ως το 1960.

«Το τάνγκο δεν γεννιέται από τον συνδυασμό διαφόρων μουσικών ειδών, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο το δημιουργικό πνεύμα και η υπαρξιακή διάθεση του πορτένιο* πλάθει αυτά τα μουσικά είδη. Άλλο πράγμα ο ζωγράφος κι άλλο η παλέτα.» [Οράσιο Φερέρ, Το τάνγκο, η ιστορία και η εξέλιξή του]

[*πορτένιο = άνθρωπος του λιμανιού - ο κάτοικος του Μπουένος Άιρες]


Οι ρίζες

Το τάνγκο [όπως και το λαϊκό θέατρο, που έχει στενή σχέση μαζί του] είναι τέχνη των λαϊκών τάξεων και γεννήθηκε στις πόλεις του κόλπου του Ρίο ντε λα Πλάτα [Μπουένος Άιρες, Μοντεβιδέο] από τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Η εξωτερική μετανάστευση αφορά κυρίως Ισπανούς, Ιταλούς και Γερμανούς, ενώ η εσωτερική τούς εξαθλιωμένους γκάουτσο [ανθρώπους της υπαίθρου] και αυτόχθονες πληθυσμούς που στρέφονται στην πόλη για να επιβιώσουν. Η μετανάστευση στην Αργεντινή μετά τη δεκαετία του 1880 – δεύτερη σε αριθμούς μετά από αυτή στις ΗΠΑ – βοήθησε ώστε το 1908 η χώρα να είναι η 7η πιο αναπτυγμένη χώρα στον κόσμο. Η μετανάστευση οδήγησε στην επανασύσταση της αργεντίνικης κοινωνίας.

Το τάνγκο λοιπόν γεννιέται στα περίχωρα της μεγαλούπολης. Στα κονβεντίγιος, τις φτωχικές αυλές που σε μικρά δωμάτια γύρω τους στριμώχνονται πολυπληθείς οικογένειες, κοντά στα λιμάνια – εικόνα οικεία και σε όσους μεγάλωσαν σε προσφυγικές συνοικίες στην Ελλάδα. Εκεί βράζει η ψυχή του φτωχού μετανάστη και του περιθωριοποιημένου Αργεντίνου – του ξεπεσμένου γκάουτσο, του κομπάδρε [καπέλο, μαντίλι, μαχαίρι] και της πόρνης. Των στρωμάτων εκείνων που αρνιούνται τους κανόνες της αστικής κοινωνίας. Είναι η μουσική των κακόφημων καφενείων και των οίκων ανοχής. Των οίκων ανοχής, όπου οι μάγκες και οι κουτσαβάκηδες της περιφέρειας πηγαίνουν, εκτός των άλλων, να ακούσουν μουσική και να χορέψουν - με πρόδηλο το ερωτικό στοιχείο.


Αυτό το γοητευτικό και άθλιο χαρμάνι – ανάλογα από ποια σκοπιά το βλέπεις – που ζούσε σε μόνιμη κατάσταση  άγχους, πόνου και περιθωριοποίησης, δημιούργησε νέες συνθέσεις. Ο Φερέρ θεωρεί το τάνγκο υβριδική σύνθεση τριών μουσικών ειδών: του τάνγκο ανδαλούς, της χαμπανέρα [που έφεραν οι Κουβανοί ναύτες του λιμανιού της Μπόκα] και της μιλόνγκα. Ταυτόχρονα, θεωρεί σημαντική τη συμβολή της αφρικάνικης μουσικής και τις επιρροές από την αυτόχθονη  μουσική των Ινδιάνων, χωρίς όμως να τις αναλύει, λέγοντας πως υπερβαίνουν τα όρια της μελέτης του. Αντίθετα, αναλύει επιμελώς τον ρόλο που έπαιξε το λαϊκό θέατρο στην ανάμειξη αυτών των ειδών και στην αποδοχή του τάνγκο από ευρύτερες λαϊκές μάζες. Αυτό έγινε κυρίως με την εισαγωγή του στις ισπανικής προέλευσης σαϊνέτε – μονόπρακτα με κωμική διάθεση και λαϊκό χαρακτήρα που παιζόταν στο τέλος ή ανάμεσα σε μεγαλύτερες παραστάσεις. Η συμμετοχή αυτή του τάνγκο στις λαϊκές θεατρικές παραστάσεις με τον καιρό γενικεύτηκε συμβάλλοντας στη δημιουργία του «εθνικού θεάτρου».

Το πνεύμα του τάνγκο υπήρχε στις πόλεις του Ρίο ντε λα Πλάτα πριν εμφανιστεί το ίδιο το τάνγκο. Οι λαϊκές τάξεις ασχολούνται με το θέατρο και το τάνγκο ως καλλιτεχνικά μέσα έκφρασης γιατί οι απαιτούμενες τεχνικές δεξιότητες δεν υπερβαίνουν τις δυνατότητές τους – οποιοσδήποτε παίζει ένα μουσικό όργανο μπαίνει σε έναν κύκλο και παίζει. Η έκφραση μέσα από ένα τάνγκο δεν χρειάζεται ιδιαίτερες μουσικές γνώσεις, σε εκείνο το πρώτο στάδιο τουλάχιστον. Το σφύριγμα ενός σκοπού, ένα προφορικό ποίημα, είναι και μπορεί να είναι ένα τάνγκο.

Όλοι αυτοί οι ανώνυμοι αναλφάβητοι μουσικοί βάζουν το λιθαράκι τους στην αυθεντική φυσιογνωμία του τάνγκο. Τα πρόσωπα-κλειδιά και τα έργα-ορόσημα στην ιστορία του τάνγκο δεν είναι περισσότερο από το 10% μιας τεράστιας καλλιτεχνικής παραγωγής.

Άντρες παίζουν και χορεύουν τάνγκο [Μπουένος Άιρες, περ. 1900]

Παλιά και Νέα Φρουρά

Χοντρικά η εξέλιξη του τάνγκο χωρίζεται σε Παλιά και Νέα Φρουρά [Guardia ViejaGuardia Nueva] με μορφολογικά κυρίως κριτήρια.

Η Παλιά Φρουρά – περίπου 1880-1920 – χαρακτηρίζεται από την οριστικοποίηση του ηχοχρώματος.Οι πρώτες ορχήστρες είχαν άναρχη σύνθεση. Αρχικά, φεύγουν τα χάλκινα και στις ορχήστρες καθιερώνεται η άρπα, το βιολί και το φλάουτο. Στις αρχές του 20ου αιώνα η άρπα αντικαθίσταται από την κιθάρα. Λίγο αργότερα κυριαρχούν το πιάνο, το βιολί και το μπαντονεόν – όργανο με γερμανικές ρίζες.

Επίσης οριστικοποιείται ο χορός του τάνγκο.

Κοινωνικά, σιγά-σιγά περνά από τα χέρια των περιθωριακών ομάδων στα φτωχά και τα μικροαστικά στρώματα της πόλης. Η μπουρζουαζία απορρίπτει συστηματικά το τάνγκο. Όμως, «με απορρίπτουν άρα υπάρχω».

Με τη Νέα Φρουρά – περίπου 1920-1960 – σταθεροποιείται η δομή του τάνγκο σε 2-3 16μετρα. Η γλώσσα των τραγουδιών είναι ένα αμάλγαμα ισπανικών με ιταλικά, γερμανικά και αυτόχθονα στοιχεία. Οι φιγούρες του χορού απλοποιούνται. Τώρα πια, ακόμη και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα διασκεδάζουν ακούγοντας και χορεύοντας τάνγκο.

Εκεί που αρχικά παιζόταν σε κακόφημα καφενεία των περιχώρων, σε παράνομα μαγαζιά και σε οίκους ανοχής, τώρα το βρίσκει κανείς σε καφέ, καμπαρέ, ανοιχτούς χώρους αναψυχής, σινεμά, θέατρα, ζαχαροπλαστεία, αίθουσες χορούς, κλπ.

Η μουσική βιομηχανία ασχολείται συστηματικά πια με την οικονομική του εκμετάλλευση και αυτό συνακόλουθα φέρνει αναγνώριση πνευματικών δικαιωμάτων αλλά και οργάνωση των καλλιτεχνών σε επαγγελματικά σωματεία.

Το Κουαρτέτο του Εδουάρδο Αρόλας (δεύτερος από αριστερά)
  

Ονόματα καλλιτεχνών που εμφανίζονται την πρώτη εποχή είναι ο «τίγρης» Εδουάρδο Αρόλας, ο «Γερμανός» Αρτούρο Μπερνστάιν, ο Πέδρο Μάφια, ο Ρομπέρτο Φίρπο και η ορχήστρα του, ο Χουάν Κάρλος Κομπιάν [La casita de mis viejos], ο Πασκουάλ Κοντούρσι που μας δίνει το πρώτο τάνγκο με στίχους, το Mi noche triste [1916-1917]. Χωρίς βέβαια οι παλιοί να εξαφανιστούν, νέα ονόματα βγαίνουν στην επιφάνεια λίγο πριν ή μετά το 1920: Αγκουστίν Μπαρντί [Que Noche!, El Abrojo], ο Χούλιο ντε Κάρο, ο Οσβάλντο Πουλιέσε, που το τραγούδι του Recuerdo θεωρείται σταθμός στη διάκριση των περιόδων, και φυσικά ο μεγάλος Κάρλος Γκαρδέλ, σταθμός στην ερμηνεία των τραγουδιών του τάνγκο.

Κάρλος Γκαρδέλ

Η εξέλιξη των μουσικών σχημάτων περνάει από το απλό τρίο [βιολί, πιάνο, μπαντονεόν] στο σεξτέτο [2 βιολιά, 2 μπαντονεόν, κοντραμπάσο, πιάνο], που δίνει ηχητική βαρύτητα, και τέλος στην Orquesta tipica [1915-20] που συνήθως αποτελείται από μια ομάδα εγχόρδων [βιολιά, βιόλα, βιολοντσέλο], μια ομάδα μπαντονεόν [3+] και μια ομάδα ρυθμού [πιάνο, κοντραμπάσο].

Μπαντονεόν


[Το σύντομο αυτό άρθρο βασίστηκε στο βιβλίο του Οράσιο ΦερέρΤο τάνγκο, η ιστορία και η εξέλιξή του [1959], στα ελληνικά: εκδόσεις Κοντύλι.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου