Τετάρτη 11 Ιουνίου 2025

Ο δάσκαλος που υποσχέθηκε τη θάλασσα [El maestro que prometió el mar, 2023]

Ο θάνατος του δικτάτορα Φράνκο το 1975 έφερε και την πτώση του αιμοσταγούς καθεστώτος που ξεκίνησε με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου [1936-1939] και την οδυνηρή ήττα των δημοκρατικών δυνάμεων που υπερασπίστηκαν με πενιχρά μέσα τη νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνησή τους απέναντι στους φασίστες στασιαστές, που υποστηρίζονταν έμπρακτα από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, ενώ οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις κρατούσαν ένοχη ουδετερότητα. Ακόμη και μετά τη νίκη τους, οι φασίστες συνέχισαν την εκδικητική τους μανία απέναντι στους ηττημένους, με αποτέλεσμα πάνω από 35.000 ταυτοποιημένους νεκρούς, που με τους «αγνοούμενους» εκτιμάται πως ξεπερνούν τους 50.000 – για να μη μιλήσουμε για εκτοπισμένους, φυλακισμένους, βασανισμένους, ή τα δεκάδες χιλιάδες νεογέννητα βρέφη κλεμμένα από τις δημοκρατικές μητέρες τους σε κρατικά νοσοκομεία. Ωστόσο, κατά τη μετάβαση προς τη δημοκρατία επιλέχθηκε η λήθη και η ατιμωρησία [Νόμος περί Αμνηστίας, 1977] απέναντι στα εγκλήματα των φρανκιστών, οι οποίοι ποτέ δεν δικάστηκαν γι’ αυτά, στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης συμφιλίωσης. Σήμερα, μετά από 50 χρόνια δημοκρατίας, έχει διαμορφωθεί ένα ισχυρό αίτημα μνήμης απέναντι στα θύματα της εποχής που έχει οδηγήσει σε εντοπισμό και εκσκαφή πολλών ομαδικών τάφων ανθρώπων οι οποίοι επί δεκαετίες θεωρούνταν απλώς εξαφανισμένοι.

Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο της ταινίας «Ο δάσκαλος που υποσχέθηκε τη θάλασσα» της Καταλανής σκηνοθέτιδας Πατρίσια Φοντ [Patricia Font] η οποία αρχίζει με την ανακάλυψη ενός μαζικού τάφου σε μια περιοχή κοντά στο Μπούργκος. Η Άρι [Αριάδνη, Laia Costa] μαθαίνει πως ο παππούς της έψαχνε τον αγνοούμενο πατέρα του και είχε ζητήσει να ειδοποιηθεί από έναν τοπικό σύλλογο σε περίπτωση ανεύρεσης κάποιου τάφου στην περιοχή καταγωγής του. Ο παππούς τώρα βρίσκεται στο γηροκομείο με άνοια και η οικογένεια δεν γνωρίζει τίποτα για τον χαμένο προπάππου – η δικτατορία επέβαλλε τη σιωπή. Η Αριάδνη θα ακολουθήσει τον μίτο που θα τη φέρει σε μια μικρή πόλη για να βρει τα ίχνη του πρόγονού της. Εκεί γνωρίζεται με τον ηλικιωμένο Εμίλιο που θα της μιλήσει για τον δάσκαλο Αντόνι ή Αντόνιο και για τους μαθητές του στα χρόνια λίγο πριν τον Εμφύλιο. Από εκεί και πέρα η αφήγηση χωρίζεται στα δύο, με το ένα νήμα να ακολουθεί τον πρωτοποριακό δάσκαλο [Enric Auquer] και το άλλο την Αριάδνη.


Το θέμα θυμίζει τις «Παράλληλες μητέρες» του Αλμοδόβαρ, αλλά εδώ έχουμε και την παιδαγωγική διάσταση μια και ο Αντόνιο ενοχλεί τους παράγοντες της τοπικής κοινωνίας όχι μόνο λόγω των πολιτικών φρονημάτων του αλλά και επειδή καταφέρνει να κερδίσει τις καρδιές των μικρών παιδιών με τις συμμετοχικές μεθόδους του. Από την άλλη, η πάντα σοβαρή Αριάδνη παλεύει με πείσμα να ξεθάψει έγγραφα, κειμήλια και μυστικά που ίσως έχουν χαθεί για πάντα. Αυτό που αναβλύζει από τις εικόνες της Φοντ είναι θλίψη και οργή για τις χαμένες γενιές τις καταδικασμένες από τη μισαλλοδοξία και την αδαημοσύνη των φανατικών. Θλίψη και οργή για τις γενιές που εμποδίστηκαν να δουν τη θάλασσα και με το βλέμμα στο μέλλον που έρχεται - σίγουρα δεν είναι τυχαίο που η Αριάδνη είναι μητέρα, ενώ η υπεύθυνη των εκσκαφών είναι έγκυος.

Η Φοντ σημασιοδοτεί τις δύο αφηγηματικές της γραμμές κυρίως μέσω της χρωματικής της παλέτας: ψυχρά γαλάζια, βροχερά και συννεφιασμένα πλάνα με την αγέλαστη Αριάδνη – που αναρρώνει από κάποια απροσδιόριστη ασθένεια - να κυριαρχούν στο τώρα της ταινίας [2010], ενώ οι σκηνές με τον Αντόνιο έχουν συχνά θερμά γήινα χρώματα, ηλιόφως σε πολλές εξωτερικές σκηνές, και με ιδιαίτερη προσοχή στα εσωτερικά νυχτερινά πλάνα σε μια εποχή χωρίς ηλεκτρισμό. Κάποιες κριτικές διαπίστωσαν ότι δεν «δένουν» τα δύο χρονικά επίπεδα της ταινίας! Μα φυσικά – αντίθεση δείχνουν, ανάμεσα σε μια εποχή ελπίδας και αθωότητας και σε ένα ακυρωμένο από την Ιστορία παρόν. Η ταινία έχει ρυθμό, οι αποκαλύψεις δίνονται ακριβώς όταν πρέπει, με πολύ καλή σχέση ανάμεσα στις δύο αφηγηματικές γραμμές, και το πέρασμα από το τώρα στο τότε γίνεται ομαλά, χωρίς ωστόσο να συγχέονται ποτέ.


Γενικά, αποφεύγω να δίνω σημασία στις κριτικές, όμως αυτή τη φορά μού χτύπησαν τόσο άδικα κάποια πράγματα που γράφτηκαν για την ταινία που δεν μπορώ να τα αφήσω ασχολίαστα. Πρώτα απ’ όλα, η κριτική ότι «Ο δάσκαλος που υποσχέθηκε τη θάλασσα» στηρίζεται υπερβολικά στο συναίσθημα. Το θέμα είναι άκρως συγκινητικό έτσι κι αλλιώς κι όποιος δεν το αντιλαμβάνεται μάλλον έχει πρόβλημα. Έβλεπα πρόσφατα το ντοκιμαντέρ του BBC El silencio de otros με το ίδιο λίγο-πολύ θέμα και εκεί, παρά τις σκηνοθετικές προσπάθειες να κρατηθεί κάποια απόσταση, η συγκίνηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Όσοι ισχυρίζονται ότι η ταινία της Φοντ δίνει υπερβολικό βάρος στο συναίσθημα ας μας εξηγήσουν πώς το κάνει. Γιατί εγώ δεν είδα ούτε κοντινά πλάνα σε πρόσωπα που υποφέρουν, ούτε επιμονή σε σκηνές βίας, ούτε επίδειξη παιδικής αθωότητας στα πρόσωπα των μαθητών, εκτός αν τέτοιο σκηνοθετικό τέχνασμα θεωρείται η συχνή παρουσία στην οθόνη θαμμένων οστών. Η δεύτερη παρατήρησή μου αφορά μια ξένη κριτική που αναφερόταν στον «μανιχαϊσμό» της ταινίας… Αν εννοούσε ότι οι δυο κεντρικοί ήρωες είναι αψεγάδιαστοι εκπρόσωποι του Καλού, θα έλεγα πως και ο Αντόνιο βγαίνει συχνά αφελής και απερίσκεπτα ριψοκίνδυνος όταν ειδοποιείται καλοπροαίρετα να προσέχει ή όταν συγκρούεται με τον παπά χωρίς στοιχειώδη ευελιξία, αλλά και η Αριάδνη μοιάζει απότομη και αδιάλλακτη απέναντι στους γύρω της, παρόλο που προς το τέλος δείχνει να μαλακώνει - εξαιρετικές ηθοποιίες από τους δύο πρωταγωνιστές. Αν μανιχαϊσμός στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν να βλέπαμε και κάποιες… καλές πλευρές του Κακού – του ανθρωποφάγου Μινώταυρου, για να μείνω στον μύθο της Αριάδνης -, τότε δεν καταλαβαίνουμε για ποια ιστορικά γεγονότα και για τι εγκλήματα μιλάμε.

Σε μια εποχή που τα σύννεφα του φασισμού πυκνώνουν πάλι, καλό είναι να θυμόμαστε. Γιατί λήθη και σιωπή ισοδυναμούν με συνενοχή.

Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Χαβιέρ Μαρίας [1951-2022]

Ο Ισπανός συγγραφέας Χαβιέρ Μαρίας – κατά τη γνώμη μου, ένας από τους σημαντικότερους της
εποχής μας – έφυγε από τη ζωή στις 11 Σεπτέμβρη του 2022, λίγες μέρες πριν συμπληρώσει τα 71 του χρόνια. Ένα μέρος από το έργο του παραμένει ακόμη αμετάφραστο στα ελληνικά ή είναι εξαντλημένο.Με συγκίνηση είδα πως πριν από δύο μήνες κυκλοφόρησε στη γλώσσα μας το προτελευταίο του μυθιστόρημα, Μπέρτα Ίσλα [2017], από τις εκδόσεις Πατάκη. Η συγκίνηση δεν αφορούσε τη δυνατότητα ανάγνωσης εκ μέρους μου, μια και η ανυπομονησία μου με είχε οδηγήσει να προμηθευτώ την αγγλική μετάφραση τόσο αυτού όσο και κάποιων άλλων έργων του, αλλά την επιβεβαίωση ότι υπήρχε ακόμη εκδοτικό ενδιαφέρον όπως και αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα που αναμένει την ολοκλήρωση του έργου του Μαρίας.
Ας είναι η δική μου συμβολή στην παρουσία του συγγραφέα στα καθ’ ημάς η μετάφραση από τα αγγλικά των πρώτων δύο σελίδων του μυθιστορήματος Negra espalda del tiempo [1998] [Η μαύρη ράχη του χρόνου] που δεν υπάρχει στα ελληνικά. Στο απόσπασμα αυτό ο Μαρίας μιλάει για τους περιορισμούς της γλώσσας στην αφήγηση της πραγματικότητας.


"Πιστεύω πως ποτέ δεν έχω περάσει τη μυθοπλασία για πραγματικότητα, αν και τις έχω ανακατέψει περισσότερο από μια φορά, όπως όλοι, όχι μόνο οι μυθιστοριογράφοι ή οι συγγραφείς αλλά όλοι όσοι έχουν αφηγηθεί οτιδήποτε από τότε που άρχισε ο χρόνος που ξέρουμε, και κανείς σε όλον αυτό τον γνωστό χρόνο δεν έχει κάνει κάτι άλλο παρά να λέει και να ξαναλέει, ή να προετοιμάζει και να συλλογίζεται, ή να σκαρώνει μια ιστορία. Οποιοσδήποτε μπορεί να διηγηθεί μια προσωπική ιστορία για κάτι που συνέβη και το απλό γεγονός της διήγησης ήδη την παραμορφώνει και τη διαστρεβλώνει, η γλώσσα δεν μπορεί να ανασυστήσει κάτι που συνέβη ούτε πρέπει να αποπειράται κάτι τέτοιο, και αυτός είναι ο λόγος, φαντάζομαι, που σε κάποιες δίκες – στις κινηματογραφικές δίκες, τουλάχιστον, που τις γνωρίζω καλύτερα – τα εμπλεκόμενα μέρη καλούνται να εκτελέσουν μια υλική ή σωματική αναπαράσταση αυτού που συνέβη, επαναλαμβάνοντας τις χειρονομίες, τις κινήσεις, τα δηλητηριώδη βήματα, τον τρόπο που έχωσαν το μαχαίρι και έγιναν κατηγορούμενοι. τους ζητάνε να μιμηθούν πώς άρπαξαν το όπλο του φόνου έπληξαν κάποιον που, εξαιτίας αυτής της πράξης, έπαψε να υπάρχει, ή μάλλον τον κενό αέρα, γιατί δεν είναι αρκετό να το πουν, να διηγηθούν την ιστορία με απάθεια και με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, πρέπει να γίνει ορατή, απαιτείται μια μίμηση, μια αναπαράσταση, μια σκηνοθεσία της, τώρα όμως χωρίς το μαχαίρι στο χέρι και χωρίς το σώμα – σακί με αλεύρι, σακί με σάρκα – να το χώσουν μέσα, αυτή τη φορά με ψυχρή αποστασιοποίηση, χωρίς να προσθέσουν στη λίστα άλλο ένα έγκλημα ή άλλο ένα θύμα, αλλά μόνο ως προσποίηση και ανάμνηση, γιατί δεν μπορούν ποτέ να αναπαραστήσουν τον χρόνο που πέρασε ή χάθηκε, ούτε μπορούν να ξαναζωντανέψουν τους νεκρούς που είναι για πάντα χαμένοι μέσα σε εκείνο τον χρόνο.
Αυτό δείχνει μια απόλυτη δυσπιστία απέναντι στις λέξεις, ανάμεσα σε άλλους λόγους επειδή οι λέξεις – ακόμη κι όταν μιλιούνται, ακόμη και στην πιο πρόχειρη μορφή τους – είναι αυτές καθαυτές μεταφορικές και ως εκ τούτου ανακριβείς και δεν μπορούμε να τις φανταστούμε χωρίς διάκοσμο, αν και συχνά αθέλητο. διάκοσμος υπάρχει ακόμη και στην πιο στεγνή εκφορά του λόγου και συχνά σε επιφωνηματικές και σε προσβλητικές κουβέντες. Το μόνο που χρειάζεται να κάνει κανείς είναι να εισαγάγει ένα «σαν να» στην ιστορία, ή ούτε καν αυτό, το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να χρησιμοποιήσεις μια παρομοίωση, σύγκριση ή σχήμα λόγου («φερόταν σαν βλάκας», «την κυρίευσε η οργή» - το είδος της έκφρασης της καθομιλουμένης που ανήκει περισσότερο στη γλώσσα παρά στον ομιλητή που την επιλέγει, αυτό και μόνο αρκεί) και η μυθοπλασία παρεισφρέει στην αφήγηση του τι συνέβη, αλλάζοντάς το ή παραποιώντας το. Η σεβαστή προσδοκία οποιουδήποτε χρονικογράφου ή επιζώντα – να πει τι συνέβη, να περιγράψει ό,τι έγινε, να αφήσει μια καταγραφή των γεγονότων, των εγκλημάτων και των κατορθωμάτων – είναι στην πραγματικότητα μια ψευδαίσθηση ή μια χίμαιρα, ή μάλλον η ίδια η φράση και η ίδια η έννοια είναι ήδη μεταφορικές και συγγενεύουν με τη μυθοπλασία. Το «να πεις τι συνέβη» είναι αδιανόητο και μάταιο, ή δυνατό μόνο ως επινόηση. Η ιδέα της μαρτυρίας είναι επίσης μάταιη και δεν υπήρξε ποτέ μάρτυρας που να εκπλήρωσε πραγματικά το καθήκον του. Όπως και να ‘ναι, πάντα ξεχνάμε υπερβολικά πολλές στιγμές και ώρες και μήνες και χρόνια, ακόμη και την ουλή πάνω στον μηρό που έβλεπα και φιλούσα κάθε μέρα για χρόνια κατά τη διάρκεια του γνωστού και χαμένου της χρόνου. Ξεχνάμε χρόνια ολόκληρα, και όχι απαραίτητα τα λιγότερο σημαντικά."
[Μετάφραση από τα αγγλικά: Παναγιώτης Α. Αλεξανδρίδης]


Εργογραφία του Χαβιέρ Μαρίας στα ελληνικά – με τη χρονολογική σειρά των πρωτότυπων εκδόσεων:

Μυθιστορήματα
Τα λημέρια του λύκου [Καστανιώτης, 2002][Los dominios del lobo, 1971]
Ο αιώνας [Λιβάνης, 1998][El siglo, 1983]
Ο αισθηματικός άντρας [Ζαχαρόπουλος, 1991][El hombre sentimental, 1986]
Όλες οι ψυχές [Κέδρος, 1997][Todas las almas, 1989] Εξαντλημένο;
Καρδιά τόσο άσπρη [Μέδουσα-Σέλας, 1995][Corazón tan blanco, 1992]
Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς [Μέδουσα-Σέλας, 1997][Mañana en la batalla piensa en mí, 1998]
Το πρόσωπό σου αύριο 1. Πυρετός και λόγχη [Μέδουσα-Σέλας, 2008][Tu rostro mañana 1. Fiebre y lanza, 2002] – Πρόκειται για τριλογία που ολοκληρώνεται με τα (αμετάφραστα) 2. Baile y sueño [2004] και 3. Veneno y sombra y adiós [2007]
Ερωτοτροπίες [Πατάκης, 2015][Los enamoramientos, 2011]
Έτσι αρχίζει το κακό [Πατάκης, 2021][Así empieza lo malo, 2014]
Μπέρτα Ίσλα [Πατάκης 2025][Berta Isla, 2017]

Διηγήματα
Όταν ήμουν θνητός [Μέδουσα-Σέλας, 2000][Quando fui mortal, 1996]

Δοκίμια
Γράφοντας τις ζωές των άλλων [Πατάκης, 2014][Vidas escritas, 1992]


Ευελπιστούμε ότι η μεταφραστική προσπάθεια θα συνεχιστεί με την ολοκλήρωση της τριλογίας Το πρόσωπό σου αύριο και την έκδοση του τελευταίου μυθιστορήματος του Μαρίας, Tomás Nevinson [2021].