Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι [Γιάννης Σμαραγδής, 2012]

Δυστυχώς, μου είναι πια δύσκολο να παρακολουθήσω τη σύγχρονη ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Οι δυνατότητές μου να δω ταινία σε κινηματογραφική αίθουσα είναι πλέον δραματικά περιορισμένες. Και το διαδίκτυο δεν βρίθει από ελληνικές παραγωγές. Το μόνο που μου μένει είναι να διαβάζω κριτικές και να ενημερώνομαι ειδησεογραφικά - με την ελπίδα ότι κάποτε θα καταφέρω να ξανακερδίσω τα χαμένα χρόνια. Πριν από λίγο διάβαζα, λοιπόν, τα παράπονα της Προέδρου της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Κατερίνας Ευαγγελάκου, (κατά την απονομή των φετινών βραβείων) για την αδιαφορία της Πολιτείας. [Αυτό το τελευταίο δεν είναι βέβαια είδηση - σε άλλο ιστολόγιο έχουμε αναφερθεί ξανά στο Υπουργείο Πολιτισμού και στην κατάργηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου.] Κρίμα, γιατί για λίγο - με κάποια βραβεία, επιτυχημένες συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ, κλπ - είχε δοθεί η εντύπωση ότι ερχόταν μια άνοιξη... Αλλά βέβαια ο κινηματογράφος είναι τέχνη που εκτός από ταλέντο χρειάζεται χρήματα και αυτά δεν περισσεύουν πλέον - είναι προφανές πως για τους κρατούντες προέχουν άλλα πράγματα [π.χ. η σωτηρία των τραπεζιτών, συγγνώμη - του "τραπεζικού συστήματος"] και όχι ο πολιτισμός.


Ο Γιάννης Σμαραγδής δεν δείχνει να έχει πρόβλημα να βρει χρηματοδότηση για τις ταινίες του. Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι κόστισε 8 εκ. ευρώ, τη στιγμή που τα χρήματα που το κράτος επενδύει ετησίως συνολικά σε ελληνικές ταινίες είναι περίπου 3,5 εκ.. [Και πάλι βέβαια δεν υπάρχει καμιά σχέση με παραγωγές του Χόλιγουντ: η ταινία εποχής Λίνκολν του Σπίλμπεργκ κόστισε 6 φορές περισσότερο.] Πιθανότατα, έπαιξαν ρόλο και κάποιες ρωσικές χρηματοδοτήσεις. Το αποτέλεσμα ήταν μια διεθνής παραγωγή με διεθνές καστ και φιλοδοξίες για διεθνή καριέρα που δεν γνωρίζω κατά πόσο ευοδώθηκαν. Η ιδέα της βιογράφησης μιας προσωπικότητας σαν του Ιωάννη Βαρβάκη σίγουρα προσφέρεται για κάτι τέτοιο, αλλά μένει να διερευνηθεί κατά πόσο πέτυχε ο Σμαραγδής στην προσπάθειά του.


Ο Ιωάννης Βαρβάκης (Σεμπάστιαν Κοχ) γεννήθηκε στα Ψαρά το 1745 ή 1750. Ξεκίνησε ως καραβοκύρης και πειρατής. Πήρε μέρος στα Ορλωφικά (1770) και φυλακίστηκε από τους Τούρκους. Δραπέτευσε και περπάτησε μέχρι την Αγία Πετρούπολη, όπου κατάφερε να γίνει δεκτός από την Αικατερίνη τη Μεγάλη (Κατρίν Ντενέβ), η οποία προς αναγνώριση των υπηρεσιών του τού παραχώρησε δικαιώματα αλιείας και εμπορίου στην Κασπία. Εκεί ο Βαρβάκης, με τη βοήθεια του Θεού (Λάκης Λαζόπουλος), ανακαλύπτει το χαβιάρι και τον τρόπο να το μεταφέρει στην Ευρώπη (σε κιβώτια από ξύλο φλαμουριάς). Πλούσιος πια, προσπαθεί να βοηθήσει την προετοιμασία της Ελληνικής Επανάστασης με διάφορους τρόπους. Μετά από διάφορες απογοητεύσεις στην προσωπική του ζωή, αποφασίζει να συμμετάσχει ενεργά στην Επανάσταση και το 1825 κατεβαίνει στην Ελλάδα. Πέφτει θύμα των διάφορων συμφερόντων και συνωμοσιών και στέλνεται κρατούμενος στο λοιμοκαθαρτήριο της υπό Αγγλική κυριαρχία Ζακύνθου.


Η ιστορία εξελίσσεται ανάδρομα, μέσα από τις αφηγήσεις του μέλους της Φιλικής Εταιρείας Λεφεντάριου (Χουάν Ντιέγκο Μπότο) στον Άγγλο τοποτηρητή (;) της Ζακύνθου (Τζον Κλιζ), αλλά και του Ιβάν (Εβγκένι Στίτσκιν), πιστού φίλου και κατά καιρούς υπηρέτη του Βαρβάκη, σε μια ομάδα παιδιών. Οι αφηγήσεις μπλέκονται με ενδιαφέροντα τρόπο με τα δρώμενα, αλλά μερικές φορές νιώθεις μια αμηχανία στο προχώρημα της πλοκής. Ο χαρακτήρας του κεντρικού ήρωα παραμένει χωρίς βάθος. Δεν καταλαβαίνουμε τα κίνητρά του: ούτε στις σχέσεις του με τη σύζυγό του, ούτε στις επιλογές που κάνει για τον γιο του, ούτε στην απόφασή του να πάρει - στα 70τόσα του! - προσωπικά μέρος στην Επανάσταση. Όπως αδιευκρίνιστη είναι και η στόχευση της σκηνοθεσίας. Επιδιώκει να φωτίσει την προσωπικότητα του Βαρβάκη; Να υμνήσει το ελληνικό δαιμόνιο; Να περιγράψει τις πλεκτάνες των Μεγάλων Δυνάμεων και των εκπροσώπων τους στη γέννεση του Ελληνικού Κράτους; Πιθανόν, όλα αυτά μαζί κι ακόμη παραπάνω. Αλλά ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο θα χρειαζόταν στιβαρότερη σκηνοθεσία (και ίσως περισσότερα κεφάλαια). Εδώ επικρατούν φυγόκεντρες τάσεις που αφήνουν το συνολικό αποτέλεσμα μετέωρο. Επιπλέον, οι καθόλου εύηχες εκφορές της αγγλικής γλώσσας υπονομεύουν την αληθοφάνεια - από πού δικαιολογείται αυτή η επιλογή; για να μη διαβάζουν υπότιτλους οι Αμερικανοί, οι Εγγλέζοι, κλπ; Τέλος, παρά τα γενικά προσεγμένα σκηνικά, μερικές φορές - ιδίως στο εσωτερικό του σπιτιού του Βαρβάκη - αναρωτιόμουν αν πράγματι ήταν τόσο κιτς οι διακοσμήσεις των σπιτιών των πλούσιων εμπόρων της διασποράς.


Η απόπειρα του Σμαραγδή για μια επική ταινία δεν είχε κατά τη γνώμη μου τα αναμενόμενα από τον σκηνοθέτη αποτελέσματα. Χωρίς να στερείται ενδιαφέροντος, σε αφήνει τελικά ανικανοποίητο, με μια αίσθηση ότι θα έπρεπε να έχεις δει κάτι ακόμη. Ίσως Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι να μείνει κυρίως στη μνήμη μας για τις εκπληκτικά δελεαστικές εικόνες του μαύρου χαβιαριού της Κασπίας, που κάποιοι από μας δεν θα δοκιμάσουν ποτέ.

[Δείτε τρέιλερ του Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι από το YouTube]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου