Το Κι αν σου κάτσει; του Γούντι Άλεν ξεκινάει με ένα
τραγουδάκι του Γκράουτσο Μαρξ να παίζει την ώρα που στην οθόνη βλέπουμε τους τίτλους
της αρχής. Φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαία η επιλογή. Πέρα από το ό,τι τα
λόγια του τραγουδιού συνοψίζουν την αίσθηση προσωρινότητας της ζωής που θέλει
να μας μεταδώσει ο μεγάλος Νεοϋορκέζος σκηνοθέτης [“Hello, I must be going”], αποτελεί
ταυτόχρονα και έναν φόρο τιμής στον κωμικό που τον επηρέασε ίσως περισσότερο
από οποιονδήποτε άλλο. Άλλωστε, το είχε κάποτε ο ίδιος δηλώσει ότι ο Γκράουτσο
ήταν στην κορυφή της λίστας με τους λόγους για τους οποίους συνέχιζε να ζει.
Σήμερα, που ο Άλεν πλησιάζει πια τα 80, είναι καιρός να
αποτιμηθούν όλα αυτά που έφερε στον σύγχρονο κινηματογράφο. Όταν πρωτοεμφανίστηκε,
στη δεκαετία του 1960, στο σινεμά επικρατούσε η φαρσοκωμωδία με έμφαση στην
κίνηση – αποκορύφωμα το καταπληκτικό Πάρτι του Μπλέικ Έντουαρντς με τον Πίτερ
Σέλερς [1968]. Ο γυαλάκιας από το Μπρονξ έδωσε στην κωμωδία υπαρξιακό βάθος,
σοφιστικέ διαλόγους με ανυπέρβλητο λεκτικό χιούμορ και φοβερές ατάκες, και έναν
μοναδικό νευρωτικό σπασίκλα ήρωα που του επέτρεπε να επιδίδεται σε έναν
αμείλικτο αυτοσαρκασμό.
Ακόμη κι όταν αργότερα σταμάτησε να ασχολείται αποκλειστικά
με την κωμωδία κι άρχισε να καταπιάνεται με άλλα είδη [δείχνοντας την επίδραση
πάνω του Ευρωπαίων κινηματογραφιστών όπως ο Μπέργκμαν και ο Φελίνι], οι ταινίες
του ποτέ δεν έπαψαν να διαθέτουν το γνωστό εκλεπτυσμένο χιούμορ. Άλλωστε, όλες –
όσο διαφορετικές κι αν είναι – κατά βάθος με τα ίδια θέματα καταπιάνονται:
έρωτας, θάνατος, το νόημα της ζωής – ή η ανυπαρξία του. Είναι προφανής η
επίδραση του Υπαρξισμού στο έργο του και η αίσθηση του παραλόγου, συνδυασμένη
με το παράδοξο που φέρνει η εβραϊκή παράδοση. [ Όπως λέει κάπου: «Έγραψα ένα
τεστ στον Υπαρξισμό – άφησα όλα τα ερωτήματα αναπάντητα και πήρα άριστα.»]
Το χιούμορ του στηρίζεται σε δύο, κυρίως, άξονες:
- Στο ανακάτεμα σπουδαίων ζητημάτων με πεζά, καθημερινά πράγματα. Πχ, «Όχι μόνο δεν υπάρχει Θεός, αλλά κυριακάτικα στη Νέα Υόρκη ούτε υδραυλικό δεν βρίσκεις.»
- Στην αντιστροφή γνωστών κλισέ. Πχ, «Κάποτε ο παππούς μου μού χάρισε μια σφαίρα. Τη φύλαξα στο σακάκι μου, στην τσέπη της καρδιάς. Όταν σε έναν καβγά, μου πέταξαν μια Βίβλο, η σφαίρα μού έσωσε τη ζωή.»
Όλα τα παραπάνω τα συναντάμε κατά κόρο στο Κι αν σου
κάτσει;. Μπορεί να γυρίστηκε το 2009, αλλά η πρώτη σεναριακή μορφή του
ανάγεται στη δεκαετία του 1970. Είναι λοιπόν ένας Γούντι Άλεν απ’ τα παλιά. Η
πιο σημαντική διαφορά είναι πως τον νευρωτικό ήρωα παίζει ο άγνωστος στην
Ελλάδα ηθοποιός Λάρι Ντέιβιντ. Ο Μπόρις Γέλνικοφ είναι ένας 60άρης Νεοϋορκέζος, πρώην καθηγητής πανεπιστημίου, παρ’ ολίγον υποψήφιος νομπελίστας φυσικός, και νυν καθόλου υπομονετικός δάσκαλος σκακιού, που γεμάτος θεωρίες και ιδιοτροπίες
προσπαθεί να ζήσει παρά τη βαθιά του πεποίθηση για το παράλογο του κόσμου ετούτου.
Ο κυνικός Μπόρις θα δει την τακτοποιημένη του αλλά άχαρη ζωή να ανακατεύεται
όταν περιμαζεύει από οίκτο την 20χρονη Μέλοντι [Έβαν Ρέιτσελ Γουντ] που έφυγε από το σπίτι της στον Νότο για να
βρει την τύχη της στην αμερικανική μεγαλούπολη. Η απλοϊκή νεαρή δεν μπορεί
αρχικά να παρακολουθήσει το χιούμορ και τον εξεζητημένο τρόπο σκέψης του
πρωτευουσιάνου διανοούμενου. Σιγά-σιγά όμως επηρεάζεται από αυτόν –
ξεκαρδιστικός ο τρόπος που προσπαθεί να μιλήσει σαν αυτόν χωρίς καλά-καλά να
καταλαβαίνει τι λέει – και βέβαια αρχίζει κι εκείνη να επιδρά πάνω του. Τα
πράγματα περιπλέκονται όταν στην υπόθεση προστίθενται και άλλα πρόσωπα
δημιουργώντας απίθανα κωμικές καταστάσεις.
Ίσως η ελληνική μετάφραση του Whatever Works να θολώνει κάπως αυτό που έχει κατά νου ο σκηνοθέτης και μαρτυρά εύγλωττα ο τίτλος: πάρε τη ζωή σου όπως
έρθει, χωρίς προκατασκευασμένες αντιλήψεις, διάλεξε αυτό που σε βοηθάει να
ζήσεις κι όχι αυτό που «πρέπει». Ωστόσο, η ταινία δεν χρήζει κάποιας
ερμηνευτικής διαμεσολάβησης. Όλα είναι κρυστάλλινα και απολαυστικά, με τον
παλιό καλό τρόπο του Γούντι Άλεν, με τις χαλαρά στημένες σκηνές, τα μεσαία
καδραρίσματα, την ευκίνητη κάμερα, με τον πρωταγωνιστή συχνά να απευθύνεται στο
κοινό σαν να επιδιώκει την υποστήριξή του. Όλα δίνουν μια αμεσότητα, μια
ελαφρότητα, μια προσωρινότητα. Σαν να σου λέει: Αυτό που βλέπεις είναι περαστικό,
φευγαλέο. Δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις. Σημασία έχει να αναρωτιέσαι, να
σκέφτεσαι, να ζεις.
[Τρέιλερ του Whatever Works από το YouTube]