Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν (Λιν Ράμσεϊ, 2011)

Βλέποντας το Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν (We Need to Talk About Kevin) σκεφτόμουν ότι είναι αναπόφευκτη η σύγκριση με το μυθιστόρημα Τα σακιά της Ιωάννας Καρυστιάνη. Πολλοί κατηγόρησαν την Ελληνίδα συγγραφέα ότι "έκλεψε" την ιδέα από το μυθιστόρημα της Λάιονελ Σράιβερ στο οποίο βασίστηκε η ταινία - λες και υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν η Καρυστιάνη είχε υπ' όψιν της το βιβλίο της Σράιβερ όταν έγραφε το δικό της. Τι σημασία έχει άλλωστε; Ο Μάνος Χατζιδάκις είπε, λένε, κάποτε πως οι ατάλαντοι δανείζονται, ενώ οι ταλαντούχοι κλέβουν. Αυτό που θα άξιζε να συζητηθεί είναι ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης της μεν και της δε. Το μυθιστόρημα της Λ.Σ. δεν το έχω διαβάσει, αλλά θα πάρω ως δεδομένο ότι μεταφέρθηκε (όσο γίνεται) πιστά από τη Σκωτσέζα σκηνοθέτιδα Λιν Ράμσεϊ (Lynne Ramsay).


Στην ταινία της Λ.Ρ., η Εύα (εξαιρετική η Τίλντα Σουίντον) βασανίζεται από εφιάλτες και τον κοινωνικό περίγυρο της μικρής αμερικάνικης πόλης όπου ζει επειδή ο 16χρονος γιος της δολοφόνησε μαθητές του σχολείου όπου φοιτούσε. Μέσα από όνειρα όπου κυριαρχεί το κόκκινο χρώμα, αναμνήσεις από διάφορες περιόδους της οικογενειακής ζωής των Χατσαντουριάν (τι όνομα για αμερικάνικη οικογένεια!), θραύσματα εικόνων από τη μέρα του πολλαπλού φόνου, αλλά και σκηνές από τη σημερινή ζωή της Εύας, μαθαίνουμε τη βασανιστική εξέλιξη του Κέβιν και της μητέρας του. Η αρχική απόρριψη του νεογέννητου βρέφους από τη μητέρα και η επακόλουθη (;) αρνητικότητα του παιδιού οδηγούν σε έναν φαύλο κύκλο. Μητέρα και γιος - παρά την αλλόκοτη ομοιότητά τους - βρίσκονται σε συνεχή πόλεμο μεταξύ τους με τις συνέπειές του συνεχώς κλιμακούμενες, παρά τις διαιτητικές προσπάθειες του πατέρα. Η Εύα μερικές φορές ανέχεται τη βίαιη συμπεριφορά του μικρού Κέβιν σαν να αυτοτιμωρείται. Αντίστοιχα, στα Σακιά, δεν υπάρχει τέτοιου είδους απόρριψη. Η μετεξέλιξη του παιδιού έρχεται αδιόρατα, κυρίως μετά τον θάνατο του πατέρα και την αφοσίωση της μητέρας στον στόχο να βγάλει λεφτά για να προσφέρει μια άνετη ζωή στο μοναχοπαίδι της.

Η  αρχή του Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν είναι γεμάτη με αναδρομές στο παρελθόν και καταιγιστικό μοντάζ που μέχρι το ένα τρίτο της συνολικής διάρκειας σε μπερδεύει κάπως - αν και κάποιες σκηνές είναι πράγματι συγκλονιστικές. Έχω την εντύπωση πως όλα αυτά τα φλασμπάκ δείχνουν μια σκηνοθετική αδυναμία.  Όταν η κινηματογραφική αφήγηση παίρνει τον δρόμο της, η ταινία γίνεται πιο ενδιαφέρουσα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι τα τραγούδια, που πότε έρχονται σε αντίστιξη με την εικόνα πότε τη σχολιάζουν. Όμως, δεν ξέρω κατά πόσο η διαμόρφωση της προσωπικότητας του Κέβιν μπορεί να εξηγηθεί αν δεν τεθεί σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Ποτέ δεν βλέπουμε σκηνές της ζωής του Κέβιν έξω από την οικογένεια. Αρκεί η σχέση μάνας-γιου για να εξηγήσει την τραγική κατάληξή του; Πολλά παιδιά βιώνουν τέτοια αρχική απόρριψη, αλλά δεν γίνονται τέρατα και φονιάδες. Κι εδώ είναι σημαντική η διαφορά με το μυθιστόρημα της Καρυστιάνη όπου ο γιος (ο Λίνος) είναι πιο καθημερινός και πολυδιάστατος.

Συνολικά, η ταινία δεν μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο. Μπορεί να περιγράφει μάλλον παρά να ερμηνεύει, αλλά αφήνει πολύ χώρο για προβληματισμό. Δεν δίνει την κάθαρση του μυθιστορήματος της Καρυστιάνη, αλλά αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας ότι μάνα και γιος θα μπορέσουν ίσως κάποτε να βγουν από τον εφιάλτη των εχθρικών τους σχέσεων και ότι η Εύα θα μπορέσει να βρει τον τρόπο να επουλώσει τις πληγές των ενοχών της - έστω κι αν αυτό δεν φέρει πίσω τους νεκρούς.

Δείτε το τρέιλερ του Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube.

                             [Διαβάστε εδώ τους συντελεστές της ταινίας στο imdb]

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2012

Οι ταινίες του 2011 που αγαπήσαμε

Αν το ιστολόγιο αυτό είχε ανοίξει νωρίτερα, πιθανότατα θα υπήρχαν ήδη ξεχωριστά σχόλια για την κάθε μια από τις παρακάτω ταινίες. Μια και φιλοδοξώ να προτείνω ταινίες για όσους φίλους παρακολουθούν αυτό το μπλογκ, θα ήθελα να κάνω μια σύντομη αναδρομή στις ταινίες που κυκλοφόρησαν το 2011 στην Ελλάδα και άφησαν το ίχνος τους πάνω μου. Βέβαια, δεν θα περιορίσω τις γενικότερες επιλογές μου στην πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή, ούτε και μπορώ να ακολουθώ τους ρυθμούς προβολής στους κινηματογράφους. Οι περισσότερες ταινίες που βλέπω είναι σε βίντεο ή κατεβασμένες από το διαδίκτυο, που προσφέρει πια απεριόριστες δυνατότητες και ελπίζω οι προσπάθειες κάποιων να γυρίσουν το ποτάμι πίσω με τα ACTA, τα SOPA, PIPA, κλπ. να πέσουν στο κενό. Όμως για τις παλιότερες υπάρχει πάντα χρόνος να σχολιαστούν αργότερα. Αυτή η αναδρομή στοχεύει να συστήσει ταινίες που διατηρούν την επικαιρότητά τους μια και ακόμη συζητιούνται και κυκλοφορούν σε κινηματογράφους και προθήκες βιντεοκλάμπ.

Η σειρά με την οποία παρατίθενται είναι (σχεδόν) τυχαία:

- Μελαγχολία (Melancholia, Λαρς φον Τρίερ)
Η ταινία έκανε αίσθηση στις Κάνες και η πρωταγωνίστρια Κίρστεν Ντανστ κέρδισε το βραβείο ερμηνείας. Στο πρώτο μέρος η Τζαστίν καταπίπτει σε μελαγχολία τη μέρα του γάμου της, ενώ στο δεύτερο τη σκυτάλη παίρνει η αδελφή της, Κλερ, που βλέπει τον κόσμο να απειλείται από έναν πλανήτη που πλησιάζει επικίνδυνα τη Γη.



- Απόλυτη ευφυία (Limitless, Νιλ Μπέργκερ)
Ένας μάλλον αποτυχημένος συγγραφέας συναντά τον πρώην κουνιάδο του, ο οποίος του δίνει ένα "μαγικό" χάπι που θα του προσφέρει απεριόριστη χρήση των νοητικών δυνατοτήτων του. Αλλά ποιο θα είναι το κόστος;



- Drive (Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν)
Ο Δανός Ρεφν γυρίζει μια ταινία που έκανε αίσθηση. Ο Οδηγός (χωρίς όνομα!) δουλεύει τη μέρα ως κασκαντέρ σε ταινίες, ενώ κάποια βράδια αναλαμβάνει να οδηγεί αυτοκίνητα που συμμετέχουν σε ληστείες. Η ζωή του αποκτά διαφορετικό νόημα όταν γνωρίζει μια γυναίκα και τον μικρό της γιο.



- Υπηρέτριες (The Help, Τέιτ Τέιλορ)
Στον αμερικάνικο νότο στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι εύπορες οικογένειες διαθέτουν μαύρες υπηρέτριες που ελάχιστα δικαιώματα έχουν. Όταν μια νεαρή λευκή κοπέλα αποφασίζει να γράψει ένα βιβλίο με τις μαρτυρίες αυτών των γυναικών, η κατάσταση παίρνει απρόβλεπτες διαστάσεις.



- Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι (Tinker, Tailor, Soldier, Spy, Τόμας Άλφρεντσον)
Ένα κατασκοπικό θρίλερ παλαιάς κοπής, βασισμένο σε βιβλίο του Τζον Λε Καρέ, από έναν ακόμη Σκανδιναυό (Σουηδό, αυτή τη φορά). Εξαιρετική ατμόσφαιρα και συνεχείς εναλλαγές στην πλοκή, χωρίς - ευτυχώς - σκηνές ανελέητης δράσης.



- Οι απόγονοι (The Descendants, Αλεξάντερ Πέιν)
Μια οικογένεια στη Χαβάη αντιμετωπίζει μια σοβαρή κρίση όταν η μητέρα πέφτει σε κώμα μετά από ατύχημα. Ο πατέρας (Τζορτζ Κλούνεϊ) προσπαθεί να ανταπεξέλθει στις ευθύνες και να αντέξει το βάρος κάποιων αποκαλύψεων. Ταυτόχρονα, πρέπει να πάρει κάποιες αποφάσεις που αφορούν την πώληση μιας τεράστιας έκτασης γης που έχει κληρονομηθεί από τους προγόνους της οικογένειας. Ελληνικής καταγωγής ο σκηνοθέτης αυτή τη φορά.



- Μεσάνυχτα στο Παρίσι ( Midnight in Paris, Γούντι Άλεν)
Η τελευταία ταινία του Άλεν διαδραματίζεται στο Παρίσι, όπου ένας νεαρός αμερικανός συγγραφέας περνάει τις διακοπές με την αραβωνιαστικιά του και τα πεθερικά του, αλλά κάτι λείπει. Όταν με μαγικό τρόπο μεταφέρεται στη δεκαετία του 1920, γνωρίζει όλους εκείνους από τον χώρο της Τέχνης που σε όλη του τη ζωή θαύμαζε. Πώς μπορούν να συμβιβαστούν αυτές οι δυο ζωές;



- Το κλειδί της Σάρας (Elle s' appelait Sarah, Ζιλ Πακέ-Μπρενέ)
Μια ταινία του 2010 που παίχτηκε στο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου, αλλά - απ' όσο γνωρίζω - δεν προβλήθηκε σε άλλες αίθουσες. Στο κατεχόμενο Παρίσι, η Γαλλική Αστυνομία μαζεύει τους Εβραίους για να τους στείλει στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένα κοριτσάκι κλειδώνει τον μικρό της αδελφό για να τον σώσει. Στη σύγχρονη εποχή, μια αμερικανίδα δημοσιογράφος (Κριστίν Σκοτ Τόμας) προσπαθεί να ανακαλύψει τι απέγιναν τα πρόσωπα του δράματος.



- Γυναίκες έτοιμες για όλα (Made in Dagenham, Νάιτζελ Κόουλ)
Μη σας αποθαρρύνει ο ανόητος (πιασιάρικος;) ελληνικός τίτλος. Αγγλική ταινία που αναφέρεται στην απεργία του 1968 στο εργοστάσιο της Φορντ στην Αγγλία, όπου οι 187 εργαζόμενες γυναίκες πάλεψαν για να αποκτήσουν ίσα δικαιώματα στην εργασία. Μερικές απλές, καθημερινές γυναίκες μεταμορφώνονται σε ηγέτιδες του συνδικαλιστικού κινήματος. Διδάσκουν θάρρος.



Δεν θα παραλείψω να αναφέρω το Hugo, το Shame, το Ένας χωρισμός, και το Ο θεός της σφαγής, που μπορείτε να τα βρείτε σε άλλες σελίδες του ιστολογίου.

Δεν υποστηρίζω ότι οι παραπάνω ήταν οι μοναδικές που αξίζανε, απλώς αυτές που με αγγίξανε προσωπικά. Φυσικά, μένουν αρκετές σημαντικές ταινίες της χρονιάς τις οποίες δεν έχω δει ακόμη. Η συνέχεια επί της οθόνης (μεγάλης ή μικρής)...


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Ο θεός της σφαγής (Carnage - Ρόμαν Πολάνσκι, 2011)

Να λοιπόν που πλησιάζοντας τα 80, ο Πολάνσκι συνεχίζει να μας δίνει αξιολογότατες ταινίες. Μετά τον εξαιρετικό Αόρατο Συγγραφέα (The Ghost Writer, 2010), είδα χτες την πιο πρόσφατη ταινία του, Ο θεός της σφαγής (Carnage, 2011) από το θεατρικό έργο της Γιασμίνα Ρεζά (κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Εστία). Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα διαμέρισμα της Νέας Υόρκης, αλλά γυρίστηκε στη Γαλλία αφού ο σκηνοθέτης αντιμετωπίζει προβλήματα με την αμερικανική δικαιοσύνη (από το 1977, όταν συνελήφθη για σεξουαλική σχέση με 13χρονη και έπειτα διέφυγε στο εξωτερικό).

Σε ένα μακρινό πλάνο από κάποιο πάρκο βλέπουμε μια παρέα παιδιών, όταν ένα από αυτά χτυπάει ένα άλλο με ένα ξύλο. Το κυρίως μέρος της ταινίας ξεκινάει με τους γονείς των δύο 11χρονων αγοριών να έχουν συναντηθεί στο σπίτι του θύματος για να δώσουν αμοιβαίες εξηγήσεις και λύση στο πρόβλημα. Ενώ όλα δείχνουν να κυλάνε σχετικά ομαλά στην αρχή, όταν οι οικοδεσπότες, Πενέλοπι (Τζόντι Φόστερ) και Μάικλ (Τζον Σ. Ράιλι), καλούν τους γονείς του θύτη, Νάνσι (Κέιτ Γουίνσλετ) και Άλαν (Κρίστοφ Βαλτς), να μείνουν για καφέ, η συζήτηση σταδιακά παρεκτρέπεται για να καταλήξει σε μετωπικές συγκρούσεις όχι μόνο ανάμεσα στα δύο ζευγάρια αλλά και μέσα σ' αυτά. Οι διαχωριστικές γραμμές συνεχώς μετατοπίζονται, με αναπάντεχες νέες συμμαχίες να διαμορφώνονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Η λεκτική βία ("σφαγή") εναλλάσσεται με οξύτατο χιούμορ, προσφέροντας μια απολαυστική ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος.

Οι εσωτερικές σκηνές ξεκινούν με απατηλή ηρεμία. Η σταθερή κάμερα επικεντρώνεται στα δύο ζευγάρια που γεμίζουν το κάδρο με τις κινήσεις και τις χειρονομίες τους. Σιγά-σιγά τα βλέμματα γίνονται ανήσυχα προετοιμάζοντάς σε για τις εκρήξεις που θα ακολουθήσουν. Είναι προφανές ότι όλη αυτή η κοινωνική αβρότητα δεν είναι παρά μια βιτρίνα. Ο καθένας θα προσπαθήσει με κάθε τρόπο να υπερασπιστεί τις απόψεις του. Ο αλληλοσεβασμός είναι μια απλή κοινωνική σύμβαση που καταρρέει με την πρώτη ευκαιρία. Δεν χρειάζεται να ξύσει κανείς ιδιαίτερα βαθιά τον πολιτισμό του για να έρθει στην επιφάνεια ο αληθινός εαυτός με όλη του τη βιαιότητα.

Μην αφήνετε να σας ξεγελάσει το γεγονός ότι σχεδόν όλη η ταινία διαδραματίζεται μέσα στους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματος. Είναι τόσα πολλά όσα συμβαίνουν στα λιγότερα από 80 λεπτά της διάρκειάς της που δεν υπάρχει ούτε μια στιγμή να βαρεθείς. Οι πολύ καλές ηθοποιίες των τεσσάρων πρωταγωνιστών "γεμίζουν" το έργο. Η στιβαρή σκηνοθεσία του Πολάνσκι δεν αφήνει τίποτα ανεκμετάλλευτο για να οδηγήσει τον θεατή στο γέλιο μέσα από αυτή την ανελέητη σάτιρα μιας υποκριτικής κοινωνίας.


              Το τρέιλερ του Θεού της σφαγής από το YouTube με ελληνικούς υπότιτλους

                                    [Δείτε τους συντελεστές της ταινίας στο imdb]

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Ένας χωρισμός (Ασγκάρ Φαραντί - Ιράν, 2011)

Ας ξεκαθαρίσω μιας εξαρχής ότι δεν έχω ιδιαίτερη αδυναμία στον "τριτοκοσμικό" κινηματογράφο (ομολογώ ότι ο όρος που χρησιμοποιώ είναι μάλλον ασαφής). Δεν με αγγίζει η ηθογραφική θεματική τού τύπου "νεαρή δασκάλα υποφέρει για τους μαθητές της" ή "φτωχό παιδί προσπαθεί να βρει τρόπο να μπαλώσει το τελευταίο ρούχο του". Καταλαβαίνω πως κάποιοι άνθρωποι συγκινούνται από τη νατουραλιστική (συνήθως) αναπαράσταση μιας κοινωνίας που ίσως κάποτε έμοιαζε με τη δική μας - και τώρα τείνει να γίνει επώδυνα οικεία ξανά - ή χαίρονται να ανακαλύπτουν ότι υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι πέρα από τον δικό τους/μας. Δεν ανήκω ούτε στους μεν ούτε στους δε. Πάντα με ενδιέφερε κυρίως η κινηματογραφία που ασχολείται με τα "μεγάλα" ζητήματα που πηγάζουν από τις αντιφάσεις της δυτικής κοινωνίας. Έτσι, λοιπόν, προσέγγισα την ταινία του Φαραντί με επιφύλαξη παρά την καθολική κριτική αποδοχή της και την όποια αξία μπορεί να έχει η βράβευσή της με το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Οι ενδοιασμοί μου αποδείχτηκαν εντελώς αβάσιμοι στην προκειμένη περίπτωση.

Ο Ένας χωρισμός [διεθνής τίτλος: A Separation] ξεκινάει με το ζευγάρι Ναντέρ-Σιμίν να αντιμετωπίζουν την κάμερα κατά πρόσωπο, ο ένας καθισμένος δίπλα στον άλλον, να μιλάνε σε κάποιον δικαστή για το πρόβλημα που τους αναγκάζει να ζητήσουν διαζύγιο. Η Σιμίν θέλει να φύγει από τη χώρα, αλλά ο Ναντέρ αρνείται να την ακολουθήσει γιατί πρέπει να μείνει να φροντίσει τον άρρωστο πατέρα του, που πάσχει από Αλτσχάιμερ. Το πρόβλημα είναι με ποιον από τους δύο θα πάει η εντεκάχρονη κόρη τους, Τερμέ. Η σκηνή είναι έτσι τοποθετημένη ώστε ο θεατής να γίνεται ο ίδιος αυτός που "καλείται" να κρίνει την υπόθεση. Γρήγορα όμως διαπιστώνει κανείς ότι και οι δυο έχουν το δίκιο τους. Η λύση μοιάζει πολύ δύσκολη. Το ζευγάρι, μετά την άρνηση του δικαστή να δοθεί διαζύγιο, αποφασίζει να ζήσει χωριστά για κάποιο διάστημα, με την Τερμέ να μένει με τον πατέρα και τον παπού. Ο χωρισμός αυτός δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στον Ναντέρ που προσλαμβάνει μια νεαρή παντρεμένη έγκυο, τη Ραζί, να προσέχει τον πατέρα του όσο αυτός λείπει στη δουλειά του. Η αδυναμία της γυναίκας αυτής να φροντίσει τον άρρωστο εκτροχιάζει την όλη κατάσταση, οδηγώντας την ταινία σε μια μορφή κοινωνικού θρίλερ όπου η αλήθεια δεν είναι καθόλου εύκολη, αφού κατά κάποιον τρόπο κανείς δεν έχει απόλυτο άδικο και όλοι ενεργούν με καλή πρόθεση ακόμη κι όταν έχουν κάτι να κρύψουν. "Το λάθος είναι λάθος," λέει ο Ναντέρ στην κόρη του σε ανύποπτο χρόνο. Και, ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις, ακόμη κι ένα μικρό λάθος μπορεί να ανατρέψει τις ζωές των ανθρώπων.


Ο Φαραντί περιγράφει μια κοινωνία που υποφέρει από διαχωρισμούς και εντάσεις. Η μικροαστική οικογένεια των Ναντέρ-Σιμίν με το πιάνο και τις βιβλιοθήκες της έρχεται σε σύγκρουση με τη φτωχή οικογένεια της Ραζί και του άνεργου άντρα της. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις της Ραζί τής θέτουν ένα σωρό απαγορεύσεις ενώ η Σιμίν και οι δασκάλες της Τερμέ δείχνουν να έχουν μια ελαφρώς πιο χαλαρή στάση στα θρησκευτικά ζητήματα. Η πόλη (η Τεχεράνη, υποθέτω) είναι ένα κυκλοφοριακό κομφούζιο με τους κεντρικούς ήρωες να παρκάρουν και να ξεπαρκάρουν συνέχεια και τους ήχους των κλάξον να κυριαρχούν. Τα δικαστήρια, τα νοσοκομεία και τα σχολεία σε συνεχή αναβρασμό, γεμάτα κόσμο, δυσκολεύονται να δώσουν λύσεις παρά τις κατά τα φαινόμενα καλές προθέσεις δικαστικών, αστυνομικών, γιατρών, νοσοκόμων και δασκάλων. Και το τσαντόρ (αν και προσωπικά δεν μπορώ να το ξεχωρίσω από την κοινή μαντίλα) κυριαρχεί παντού. Η νευρώδης σκηνοθεσία δεν φαίνεται να παίρνει θέση. Αποφεύγει να γίνεται καταγγελτική ή διδακτική. Όμως, είναι σαφές πως όλα αυτά έχουν ένα τουλάχιστον θύμα: την νεαρή Τερμέ (την παίζει εξαιρετικά η Σαρίνα Φαραντί, κόρη του σκηνοθέτη) που παρακολουθεί σιωπηλή τα δρώμενα με τα μεγάλα αθώα της μάτια πίσω από τα χωρίς σκελετό γυαλιά, προσπαθώντας να μη δυσαρεστήσει κανέναν, αλλά χωρίς ταυτόχρονα να φοβάται να πει την αλήθεια όταν βλέπει τις αντιφάσεις των ενηλίκων. Άραγε, το απροσδιόριστο μέλλον της Τερμέ να είναι το απροσδιόριστο μέλλον μιας ολόκληρης χώρας;


                       [Διαβάστε για τους συντελεστές του Ένας χωρισμός στο imdb.com]
                        Δείτε το τρέιλερ της ταινίας στο YouTube με αγγλικούς υπότιτλους:





Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

"Άθικτοι" - "Βίλα Αμάλια" (Δυο γαλλικές ταινίες)

Δεν αποφασίζω να γράψω για τις δυο γαλλικές ταινίες μαζί επειδή έχουν κάποια ομοιότητα μεταξύ τους, αν και μπορεί κάτι να ανακάλυπτα αν το έψαχνα. Απλώς τις είδα απανωτά την μία με την άλλη και η σύγκριση μού φάνηκε αναπόφευκτη. Οι Άθικτοι ήταν ενθουσιώδης πρόταση φίλου, ενώ η Βίλα Αμάλια παίχτηκε στο πλαίσιο της Εβδομάδας Γαλλικού Κινηματογράφου που συνδιοργανώνουν ο Δήμος Βόλου και τα Προξενεία της Γαλλίας σε Βόλο και Θεσσαλονίκη (διαβάστε το πρόγραμμα).

Οι Άθικτοι (Intouchables, Ολιβιέ Νακάς - Ερίκ Τολεντανό, 2011) είναι η εισπρακτική επιτυχία της χρονιάς στη Γαλλία απ' ό,τι διάβασα αφού είχα δει την ταινία. Υποτίθεται ότι βασικά είναι κωμωδία (με δραματικές πινελιές) αλλά προσωπικά δεν θυμάμαι να γέλασα ιδιαίτερα. Η ιστορία αφορά έναν νεαρό μαύρο από τις φτωχογειτονιές του Παρισιού, τον Ντρις (Ομάρ Σι), που μόλις αποφυλακίστηκε και πάει σε διάφορες συνεντεύξεις για εργασία μόνο και μόνο επειδή είναι υποχρεωτικό για να συνεχίσει να παίρνει το επίδομα ανεργίας. Σε μία απ' αυτές, ο Φιλίπ (Φρανσουά Κλουζέ), τετραπληγικός, δηλαδή παράλυτος από τον λαιμό και κάτω, τον προσλαμβάνει ως βοηθό του σχεδόν παρά τη θέληση του νεαρού. Η όλη υπόθεση είναι το πώς η σχέση του πλούσιου αριστοκράτη με τον νεαρό περιθωριακό μαύρο αλλάζει λίγο-πολύ και τους δυο τους. Δεν ξέρω τι λέτε εσείς, αλλά εμένα δεν μου φάνηκε καθόλου πρωτότυπο το όλο θέμα. Αφήστε που στην αρχή της ταινίας υπήρχε η σημείωση που πάντα με εκνευρίζει: "Βασισμένη σε αληθινή ιστορία" - λες και δεν αρκεί η φαντασία του δημιουργού. Βέβαια στην προκειμένη περίπτωση υποθέτω πως ο συγχρωτισμός πλούσιων λευκών με φτωχούς μαύρους στη σημερινή Γαλλία είναι τόσο αλλόκοτο φαινόμενο που η διευκρίνηση να κρίνεται απαραίτητη... Πέρα από αυτό, πάντως, η ταινία μάλλον με άφησε αδιάφορο, κυρίως λόγω της επίπεδης σκηνοθεσίας και των υπερβολικά κλισαρισμένων θεμάτων της (για να μην αναφέρω την απορία μου σχετικά με κάποια σκηνή της ταινίας, για το τι μπορεί να ζητάει μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά με έναν μεσήλικα κύριο του οποίου η μόνη περιοχή που μπορει να διεγερθεί ερωτικά είναι τα αυτιά!).

Από την άλλη, η Βίλα Αμάλια (Villa Amalia, Μπενουά Ζακό, 2009) είναι βασισμένη - με σημαντικές διαφορές στο δεύτερο ιδιαίτερα μέρος της - στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πασκάλ Κινιάρ. Η Ανν (Ιζαμπέλ Υπέρ) είναι μουσικός που όταν βλέπει τον σύντροφό της να φιλάει μιαν άλλη γυναίκα αποφασίζει να αλλάξει εντελώς τη ζωή της. Πουλάει τα πάντα και φεύγει από τη Γαλλία αντιμετωπίζοντας προφανώς μια γενικότερη κρίση ταυτότητας. Σε ένα ιταλικό νησί βρίσκει μια μικρή εγκαταλειμμένη βίλα (αυτή του τίτλου) όπου προσπαθεί να ξαναβρεί τον εαυτό της και να επανεξετάσει τις επιλογές που έχει κάνει στη ζωή της. Βέβαια, έχοντας ήδη διαβάσει το μυθιστόρημα, δεν θα έβρισκα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην ταινία αν δεν με ξάφνιαζε ευχάριστα με τη σκηνοθεσία της. Σύντομες σκηνές που συνδέονται απότομα μεταξύ τους, πολλές υποκειμενικές λήψεις, λιτή και ελλειπτική αφήγηση, γκρίζα παρισινά κάδρα, ζωηρότερα χρώματα στο ιταλικό τοπίο, φλουταρισμένα στο βάθος πλάνα συνθέτουν ένα ενδιαφέρον σύνολο που αν μη τι άλλο δεν σ' αφήνει να βαρεθείς. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε το πώς ο σκηνοθέτης απέφευγε να μας δείχνει τα πρόσωπα κάποιων δευτερευόντων χαρακτήρων, παρ' όλο που συμμετείχαν στα δρώμενα της ταινίας. Γενικά, πρωτότυπη γραφή και ενδιαφέρουσα θεματολογία δεν μπορεί να αφήσουν αδιάφορο τον θεατή.

Προσπαθώ να παρακολουθώ από κοντά το γαλλικό σινεμά - αν και δεν είναι πάντα εύκολο σε μια αμερικανοκρατούμενη κινηματογραφική αγορά - και ταινίες σαν τη Βίλα Αμάλια με κάνουν αισιόδοξο, ενώ αντίθετα απογοητεύομαι όταν μαθαίνω ότι κοινοτυπίες σαν τους Άθικτους όχι μόνο σπάνε τα ταμεία αλλά και επαινούνται αφειδώς από το μεγαλύτερο μέρος του γαλλικού Τύπου (για να μη σχολιάσω τις βαθμολογίες του imdb...). Είμαι πραγματικά περίεργος για το πώς θα το αντιμετωπίσει το ελληνικό κοινό.

[Δείτε πληροφορίες για τους Άθικτους στο imdb.com και εδώ για το Βίλα Αμάλια]

Τρίτη 13 Μαρτίου 2012

Young Adult (Τζέισον Ράιτμαν, 2011)

Ο Τζέισον Ράιτμαν (Jason Reitman) είναι ένας νέος σκηνοθέτης (γεν. 1977) που δείχνει να προσπαθεί να ξεφύγει από κάποια χολυγουντιανά κλισέ. Τον πρωτογνώρισα με το Juno (2007), όπου μας δίνει μια 16χρονη κοπέλα η οποία προσπαθεί να βγει από τα προβλήματα που της δημιουργεί μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, και η γνωριμία μας συνεχίστηκε με την προηγούμενη, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το Thank you for Smoking (2005), για έναν ευφυέστατο εκπρόσωπο των καπνοβιομηχανιών που μετά από μια ατυχή συνάντηση με μια δημοσιογράφο βλέπει τη ζωή του να έρχεται τα πάνω κάτω. Νομίζω, όμως, πως η ταινία που τον έκανε περισσότερο γνωστό στην Ελλάδα ήταν το Ραντεβού στον αέρα (2009) με τον Τζορτζ Κλούνεϊ. Επιλέγει συνήθως ήρωες που κάθε άλλο παρά μονοδιάστατοι είναι, άλλοτε ελαφρώς περιθωριακοί αλλά συναισθηματικοί, μπλεγμένοι στα γρανάζια του συστήματος αλλά που δεν έχουν ταυτόχρονα χάσει εντελώς την τιμιότητά τους, επιφανειακοί γιάπηδες που όμως είναι ακόμη σε θέση να συνειδητοποιήσουν τα αδιέξοδά τους.

Στο Young Adult η Μέιβις Γκάρι (Σαρλίζ Θέρον) είναι μια γυναίκα 37 χρονών, χωρισμένη που βλέπει τη ζωή της να τελματώνεται. Γράφει το σενάριο μιας τηλεοπτικής σειράς για τη ζωή των εφήβων, αλλά από κάποια τηλεφωνήματα καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Οι σχέσεις της είναι επιφανειακές και υποκριτικές, έτσι όπως παρουσιάζονται με πολύ λιτό τρόπο μέσα από ελάχιστες σκηνές όπου τα λόγια αντιπαρατίθενται στις πιο εύγλωττες εικόνες της εγκαταλειμμένης της ζωής. Το αδιέξοδό της γίνεται ακόμη πιο φανερό όταν αποφασίζει να δεχτεί μια πρόσκληση από τον Μπάντι, μια παλιά της σχέση, να πάει στην μικρή πόλη από όπου κατάγεται για να παραβρεθεί σε κάποια γιορτή για τη γέννηση της μικρής του κόρης. Η Μέιβις δεν πάει στο Μέρκιουρι της Μινεσότα για μια τυπική νοσταλγική επίσκεψη. Πάει για να πάρει πίσω τον άντρα που πιστεύει πως είναι ο άντρας της ζωής της. Εξ αρχής, υιοθετεί μια αφ' υψηλού στάση της πρωτευουσιάνας (ζει στη Μινεάπολη, που με 400.000 κατοίκους δεν είναι ακριβώς η πρωτεύουσα του κόσμου) συγγραφέα που ξέφυγε από την ανυπαρξία του μικρόκοσμου του Μέρκουρι. Ο πρώτος που θα συναντήσει είναι ένας παλιός συμμαθητής της, ο Ματ, που ποτέ της δεν τον είχε προσέξει και που υπήρξε το θύμα μιας βίαιης επίθεσης που τον άφησε ανάπηρο, αναγκασμένο να περπατά με πατερίτσα. Ο Ματ θα παίξει τον ρόλο της συνείδησής της λέγοντάς της όσα η ίδια αρνείται να αποκαλύψει στον εαυτό της.

Η εξαιρετική ηθοποιός Θέρον, που ποτέ δεν φοβήθηκε δύσκολους ρόλους (πχ, Monster), δίνει μια Μέιβις που κινείται στα όρια της νεύρωσης, της κατάθλιψης, του αλκοολισμού, της απόγνωσης. Δεν είναι απόλυτα σίγουρο τι ακριβώς είναι η Μέιβις. Μια πρώτη ανάγνωση θα οδηγούσε στο συμπέρασμα πως είναι μια γυναίκα που δεν μπορεί να ωριμάσει και να ξεπεράσει τις προσκολλήσεις της. Ο Ράιτμαν δεν ανοίγει αμέσως τα χαρτιά του. Προτιμά να κινείται στον χώρο της αμφιβολίας, δημιουργώντας μια ηρωίδα που πότε σου κάθεται στο στομάχι με το πόσο σκρόφα μπορεί να γίνεται και πότε θέλεις να την πάρεις αγκαλιά για να την παρηγορήσεις. Για όσους το έχουν διαβάσει, θα έλεγα πως μου θύμισε έντονα τον αμφιλεγόμενο Μάξουελ Σιμ από το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου με διαφορετική όμως κατάληξη.

Με ένα σκηνοθετικό ύφος που επικεντρώνεται στην οπτική λεπτομέρεια (ιδιαίτερα χαρακτηριστικές οι εικόνες του κασετόφωνου που παίζει την κασέτα που κάποτε της χάρισε ο Μπάντι, στους τίτλους της αρχής), ο Ράιτμαν μάς δίνει μιαν αντιστροφή του αμερικάνικου ονείρου. Πολλές φορές διάφορα στοιχεία της ταινίας αντιπαραβάλλονται μεταξύ τους - όπως προανέφερα - για να μας δείξουν το χαμηλό επίπεδο αυτοσυνείδησης της ηρωίδας. Πολύ εύστοχη επίσης η voice-over (αφήγηση οφ, νομίζω πως λέγεται στην ελληνική κινηματογραφική γλώσσα) ανάγνωση της σειράς την οποία γράφει η Μέιβις, που υπογραμμίζει τις εμμονές της με την εφηβική της ηλικία και μια ξεπερασμένη λαϊκή κουλτούρα χαρακτηριστική των μικρών αμερικανικών πόλεων της δεκαετίας του '80. Αυτό που θα έλεγα ότι είναι μαζί το πλεονέκτημα και το μειονέκτημα (ανάλογα με τα γούστα του καθένα, εννοώ) της ταινίας είναι η απόσταση που κρατάει η σκηνοθεσία από τα δρώμενα και τους ήρωες, αλλά και η ασταθής ισορροπία ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα. Προσωπικά, στην προκειμένη περίπτωση θα προτιμούσα πιο ξεκάθαρες λύσεις. Εξάλλου, πολύ λίγοι σκηνοθέτες πετυχαίνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα μέσω της - πάντα απαιτητικής - αποστασιοποίησης.

            [Συνέντευξη της Σαρλίζ Θέρον στον Θοδωρή Κουτσογιαννόπουλο στο YouTube]
    
               [Δείτε τους συντελεστές της ταινίας στο imdb.com και τρέιλερ στο YouTube]

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Hugo (Μάρτιν Σκορτσέζε, 2011)

Από τα πρώτα κιόλας καρέ, το Hugo του Μάρτιν Σκορτσέζε σε αρπάζει σε ένα ανεπανάληπτο ταξίδι στο Παρίσι της δεκαετίας του 1930, σε κείνο τον μαγευτικό σταθμό του Μονπαρνάς, με τις βουτιές της κάμερας να σε παρασέρνουν σε ένα απίθανο roller-coaster από τον ουρανό του χιονισμένου Παρισιού στα εκπληκτικής ομορφιάς ρολόγια και τους μηχανισμούς τους, ανάμεσα στους ταξιδιώτες των τρένων, στην πολύχρωμη πανίδα της αποβάθρας και των καφέ, βιβλιοπωλείων, παιχνιδάδικων, ανθοπωλείων και περιπτέρων του σταθμού. Κι έπειτα, αφού σταματήσει για λίγο στα μελαγχολικά και ανήσυχα γκρίζα μάτια του μικρού Χιούγκο που επιθεωρεί τον κόσμο μέσα από την κρυψώνα του, ορμάει να μας διηγηθεί την ιστορία του.

Ο 11χρονος Χιούγκο ζει μέσα στα μεγάλα ρολόγια του σταθμού, συντηρεί τους μηχανισμούς τους και προσπαθεί να ολοκληρώσει την επισκευή ενός ρομπότ που ξεκίνησε ο πατέρας του όταν το βρήκε στο πατάρι ενός μουσείου πριν ο ίδιος αργότερα πεθάνει σε μια πυρκαγιά. Ο μικρός "λαθρεπιβάτης" του ωρολογιακού κόσμου του σταθμού ζει κλέβοντας τρόφιμα για να επιβιώσει και μηχανικά εξαρτήματα για να διορθώσει το ρομπότ - που πιστεύει ότι έχει να του δώσει κάποιο μήνυμα από τον πατέρα του - ώσπου μια μέρα "συλλαμβάνεται" από τον γερο-Ζορζ (τον ιδιοκτήτη του παιχνιδομάγαζου), ο οποίος του "κατάσχει" ένα σημειωματάριο που του άφησε ο πατέρας του με οδηγίες για την επισκευή του ρομπότ. Σύμμαχος και αρωγός του θα γίνει η θετή εγγονή του γερο-Ζορζ, η Ιζαμπέλ, που θα τον συντροφέψει στις περιπέτειές του μέσα από τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία μέχρι την ανακάλυψη και τη "διόρθωση" που θα οδηγήσει στην αλλαγή του κόσμου του σταθμού (και του κόσμου όλου;).

Δεν ξέρω αν η ιστορία που αφηγείται ο Σκορτσέζε θα ήταν ίδια χωρίς τα καταπληκτικά σκηνικά, την ονειρική φωτογραφία και όλη την ηχητική πανδαισία που σε μαγεύουν από την αρχή μέχρι το τέλος. Και βέβαια αναρωτιέμαι πόσο πιο συγκλονιστική θα μπορούσε να είναι η ταινία αν την είχα δει σε 3D. Ακόμη όμως και στην 32" οθόνη της τηλεόρασής μου  η όλη εμπειρία είναι συναρπαστική. Ίσως, αν έψαχνα να βρω ενστάσεις, να ανέφερα κάποιες αναπαραστάσεις σκηνών του βωβού, αλλά έχω την εντύπωση πως κάτι τέτοιο καθόλου δεν θα ίσχυε σε μια μεγάλη οθόνη με τεχνολογία 3D.



Χωρίς να εγκαταλείπει τους προβληματισμούς προηγούμενων ταινιών του (πχ, την αντίληψη της πραγματικότητας του Νησιού των καταραμένων), ο Σκορτσέζε δίνει μια νοσταλγική ματιά στις απαρχές του κινηματογράφου, των αδελφών Λυμιέρ και του Μελιέ. Η ταινία βρίθει αναφορών σε ταινίες του βωβού - πολλές σκηνές είναι γυρισμένες με τον τρόπο του βωβού - αλλά και στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα (Ντίκενς, Μπροντέ, Βερν, κλπ). Πιθανότατα ο σκηνοθέτης μιλάει για τις αγάπες που καθόρισαν και τον ίδιο. Το κυρίαρχο όμως στο Hugo είναι το πάθος του δημιουργού, του τεχνίτη, του Homo faber που παλεύει να δώσει ζωή/ψυχή στα πράγματα. Είναι εύγλωττη η αναζήτηση από τον μικρό του καρδιόσχημου κλειδιού που θα κάνει το ρομπότ να δουλέψει. Χωρίς αυτή την αγάπη, την ψυχή, την ανθρωπιά - όπως θέλετε πείτε την - η τεχνολογία δεν μπορεί να λειτουργήσει. Είναι αυτός ο σκοπός που ο ίδιος ο Χιούγκο θέτει στον εαυτό του. Διαβάστε αυτό τον διάλογο ανάμεσα στον Χιούγκο και την Ιζαμπέλ και θα καταλάβετε:

(Μιλάνε για τον βιβλιοπώλη του σταθμού κ. Λαμπίς που μόλις έχει χαρίσει στον μικρό έναν τόμο με τον Ρομπέν των Δασών.)
Ι: Αυτό κάνει πάντα... "στέλνει βιβλία εκεί που ξέρει πως θα βρουν ένα φιλόξενο σπίτι" - έτσι το λέει.
Χ: Έχει έναν πραγματικό σκοπό στη ζωή του. 
Ι: Τι εννοείς;
Χ: Όλα έχουν έναν σκοπό - ακόμη κι οι μηχανές: τα ρολόγια λένε την ώρα, τα τρένα σε ταξιδεύουν. Κάνουν αυτό για το οποίο προορίζονται, σαν τον κ. Λαμπίς. Ίσως γι' αυτό οι χαλασμένες μηχανές μού φέρνουν τόση θλίψη - δεν μπορούν να κάνουν αυτό για το οποίο προορίζονται. Ίσως είναι το ίδιο και με τους ανθρώπους. Αν χάσεις τον σκοπό σου είναι σαν να 'χεις χαλάσει.
Ι: Αυτός είναι ο δικός σου σκοπός; Να επισκευάζεις; Ποιος να 'ναι τάχα ο δικός μου σκοπός;
Χ: Οι μηχανές δεν έχουν ποτέ παραπανίσια εξαρτήματα, ξέρεις. Πάντα έχουν όσα ακριβώς χρειάζονται. Έτσι, σκέφτηκα... αν ο κόσμος ολόκληρος είναι μια μεγάλη μηχανή, τότε δεν μπορεί να είμαι παραπανίσιο εξάρτημά του. Θα πρέπει να είμαι εδώ για κάποιο λόγο. Κι αυτό σημαίνει πως κι εσύ είσαι εδώ για κάποιο λόγο...





Τίποτα  ιδιαίτερα πρωτότυπο - θα μου πείτε - σ' αυτές τις μεταφυσικές υπαρξιακές ανησυχίες του "καθολικού" (διάβασα κάπου) Σκορτσέζε. Φανταστείτε τις όμως στα στόματα των δυο παιδιών δίπλα στα τεράστια γρανάζια και στα εκκρεμή, μπροστά στην αλλόκοσμη θέα του νυχτερινού Παρισιού κι αμέσως αποκτούν διαφορετικές διαστάσεις... Άκουσα και διάβασα τόσο ακραία αντικρουόμενες απόψεις για την ταινία αυτές τις μέρες που σκέφτομαι πως ίσως αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος ενός μεγάλου έργου τέχνης: να μαγεύει και να προκαλεί αμφισβήτηση ακόμη και απέναντι στον εαυτό του. Και νομίζω πως η ταινία του Σκορτσέζε κάνει και τα δύο.

                                      Το επίσημο τρέιλερ του Hugo στο YouTube
                                      [Λεπτομέρειες για την ταινία στο imdb]

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Ταινίες ενάντια στην κρίση (Home cinema)

Πριν από μερικές βδομάδες αρχίσαμε να υλοποιούμε μια ιδέα που μου τριβέλιζε αρκετό καιρό το μυαλό: να βλέπουμε ταινίες με φίλους σε σπίτια και μετά να τις συζητάμε. Δεν μπορούμε πια να αντέξουμε οικονομικά τα 7, 8, 9, 10 ευρώ που κοστίζει ο κινηματογράφος. Ξέρω, ξέρω! Πώς θα επιβιώσουν οι κινηματογραφικές αίθουσες; Νομίζω πως είναι πιο σημαντικό αυτή τη στιγμή το να επιβιώσουμε εμείς.
Κανονίζουμε, λοιπόν, να βρεθούμε εκ περιτροπής στο σπίτι ενός από τους φίλους, φέρνουμε τα ταπεράκια μας με ποπκόρν, φυστίκια, πατατάκια, νάτσος, ντιπ, κλπ., γεμίζουμε τα ποτήρια, αποφασίζουμε ποια ταινία θα δούμε, μπαίνουν τα φλασάκια ή τα ντιβιντί, και ξεκινάμε.
Όσοι νομίζετε πως μόνο στη σκοτεινή αίθουσα προσηλώνεται κανείς, ας το ξανασκεφτείτε... Η ευλάβεια με την οποία παρακολουθούμε την ταινία είναι μοναδική! Και στο τέλος βέβαια η συζήτηση θυμίζει παλιές καλές ημέρες κινηματογραφικών λεσχών. Τέτοια απόλαυση σπάνια έχω πάρει από τις σημερινές ψυχρές αίθουσες προβολών που σε "διώχνουν" παρά τον άρτιο τεχνολογικό εξοπλισμό τους.

Οι ταινίες που μέχρι στιγμής έχουμε δει είναι:

- Απόδειξη ενοχής [Fracture, 2007]
- Μια επικίνδυνη μέθοδος [A dangerous Method, 2011]
- Η γλώσσα της πεταλούδας [La lengua de las mariposas, 1999]

Έπεται συνέχεια... 


Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

Μη μ' αφήσεις ποτέ (Never Let Me Go, 2010)


Πάνε πέντε χρόνια από τότε που πρωτοδιάβασα το μυθιστόρημα Μην μ' αφήσεις ποτέ του Κάζουο Ισιγκούρο (γεννημένου στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας το 1954, μεγαλωμένου από 6 χρονών στην Αγγλία, συγγραφέα του Απομεινάρια μιας μέρας) και έχω την αίσθηση ότι ποτέ δεν το συζήτησα επαρκώς. Ποτέ δεν μοιράστηκα, στον βαθμό που θα το ήθελα, τις εντυπώσεις και τις απορίες που μου γέννησε το βιβλίο. Όποτε το πρότεινα σε κάποιον για ανάγνωση, νομίζω πως δεν έπεισα για την ποιότητά του. Ίσως ήταν η αδυναμία μου να δώσω στον συνομιλητή μου να καταλάβει πως πρόκειται για κάτι παραπάνω από μια ιστορία (επιστημονικής φαντασίας) που αφορά μια ομάδα παιδιών-κλώνων που προορίζονται για δωρητές οργάνων. [Μήπως το θέμα μάς ενοχλεί από μόνο του; Θα μας "γαργαλούσε" η ιδέα να έχουμε προσωπικό (κλωνοποιημένο) δωρητή οργάνων;]

Όλα αυτά τα θυμήθηκα όταν είδα την πρόσφατη κινηματογραφική μεταφορά του Μην μ' αφήσεις ποτέ [Never Let Me Go, 2011. Σκηνοθεσία: Μαρκ Ρόμανεκ, Ηθοποιοί: Κέρι Μάλιγκαν, Άντριου Γκάρφιλντ, Κίρα Νάιτλι, Σάρλοτ Ράμπλινγκ]. Η ταινία είναι αρκετά πιστή στο μυθιστόρημα έχοντας φυσικά απλοποιήσει και συντομεύσει την πλοκή ώστε να χωράει στο χρονικό πλαίσιο μιας τυπικής κινηματογραφικής προβολής. Η ηθοποιία (ιδίως του Γκάρφιλντ και της Νάιτλι) είναι εξαιρετική - κυρίως σε κινητικό επίπεδο, μια και αποδίδουν με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο τον σχεδόν αυτιστικό αυτοματισμό των προσώπων που υποδύονται. H πρωταγωνίστρια (η Κέρι Μάλιγκαν στον ρόλο της Κάθυ) παίζει σε ένα πιο συγκινησιακό επίπεδο. Η φωτογραφία είναι νοσταλγική - με τις αποχρώσεις του ρόδινου και του γκριζοπράσινου να επικρατούν -, απόλυτα ταιριαστή με τη μελαγχολία των εσωτερικών χώρων και του αγγλικού τοπίου. Τα σκυθρωπά πλάνα δεν γεμίζουν εύκολα με ανθρώπους και δημιουργούν ένα ταιριαστά δυσοίωνο κλίμα. Όμως, κάτι λείπει για να επιτευχθεί η αλλόκοτη ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε στο μυθιστόρημα. [Να φταίει αυτή ακριβώς η αληθοφάνεια της σκηνοθεσίας;]

Η Κάθυ μεγαλώνει μαζί με άλλα παιδιά σε ένα αγγλικό κολλέγιο. Σιγά-σιγά αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι δεν πάει καλά. Η Κάθυ βέβαια, ως αφηγήτρια στο μυθιστόρημα, δεν έχει πλήρη γνώση του τι συμβαίνει. Δεν θέλει να ξέρει όσα δεν μπορεί να διαχειρισθεί συναισθηματικά. Καλείται ο αναγνώστης να συνδέσει τις πληροφορίες και να αντιληφθεί ότι πρόκειται για κλώνους που έχουν έναν μόνο προορισμό στη ζωή τους: να δώσουν τα όργανά τους και να "ολοκληρώσουν" (to complete - η λέξη "πεθάνουν" αποφεύγεται). Όλη τους η εκπαίδευση, όλη τους η ανατροφή, έχει μοναδικό σκοπό να συναινούν σε αυτή τη "μοίρα", να αποδέχονται τον τραγικό κοινωνικό τους ρόλο. Ό,τι είναι υγιεινό επιτρέπεται (π.χ. το σεξ, από μια ηλικία και μετά), ενώ απαγορεύεται αυστηρά οτιδήποτε μπορεί να χαλάσει το σώμα του δότη (π.χ. το κάπνισμα). Η τέχνη δημιουργεί στα παιδιά την ψευδαίσθηση κάποιας υπαρξιακής δικαίωσης. Όλα συντείνουν στο να γίνουν αυτόβουλα θύματα μιας απρόσωπης εξουσίας που έχει προδιαγράψει το αναπόδραστο μέλλον τους. Ακόμη και οι "μύθοι" που φτιάχνουν καταλήγουν στο "δεν μπορείς να ξεφύγεις".

Το μυθιστόρημα (όπως και η ταινία) μάς οδηγεί βέβαια και σε συμπεράσματα για την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση. Ο ίδιος ο Κ.Ι.  σε μια συνέντευξή του (αν δεν με απατά η μνήμη μου) λέει ότι τον ενδιέφερε πώς συμπεριφέρεται ο κάθε άνθρωπος όταν νιώθει αυτή την αδυσώπητη εγγύτητα του θανάτου. Εκτός από την υπαρξιακή διάσταση, ο συγγραφέας καταπιάνεται και με το ζήτημα της αντίδρασης του ατόμου απέναντι σε μια καταπιεστική κοινωνία. Η εξουσία, σε γενικές γραμμές (πλην των δασκάλων), δεν εμφανίζεται. Η πειθάρχηση είναι εσωτερικευμένη. Δεν υπάρχουν κλειδαριές. [Στην ταινία οι νεαροί εμφανίζονται να περνούν κάποια μεταλλικά βραχιόλια που φορούν από ένα μηχάνημα που ελέγχει την επιστροφή τους - κάτι τέτοιο δεν υπάρχει στο βιβλίο.] Κανείς δεν διανοείται να επαναστατήσει σε μια τόσο καταπιεστική κοινωνία. [Παρεμπιπτόντως, κανονικοί άνθρωποι, εκτός αυτών που εμπλέκονται άμεσα με τα παιδιά, μόνο φευγαλέα εμφανίζονται.] Όλοι είναι υποταγμένοι στο πεπρωμένο τους. Να είναι αυτό το μέλλον που προοιωνίζεται για την ανθρωπότητα;

Δεν βρίσκει κανείς συχνά συγγραφέα να θέτει τόσο καίρια ερωτήματα για την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο Κάζουο Ισιγκούρο με το μυθιστόρημα αυτό - σε πείσμα της αδιαφορίας με την οποία λίγο-πολύ το αντιμετώπισε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό - αποδεικνύει ότι ανήκει δικαιωματικά στους κλασικούς της εποχής μας.

[Το τρέιλερ της ταινίας στο YouTube]

Η κινηματογραφική Λέσχη (The Film Club)


Εκτός από τη λογοτεχνία, η άλλη μεγάλη μου αγάπη είναι ο κινηματογράφος. Και τα δυο κατά βάση αφηγούνται ιστορίες. Δεν μου λέγαν ιστορίες όταν ήμουνα μικρός. Ο πατέρας μας μάς έπαιρνε να δούμε ταινίες στα πολλά - τότε - σινεμά του Βόλου και της Νέας Ιωνίας. Όταν πέθανε η γιαγιά, ήμουν δέκα χρονών. Ο αδερφός μου κι εγώ αρχίσαμε να κοιμόμαστε εκ περιτροπής σ' ένα ντιβάνι στο δωμάτιο του παππού. Τότε άρχισε να μου λέει ιστορίες από τη ζωή του στην Τουρκία πριν την προσφυγιά, για τα αμελέ ταμπουρού, για τον πρώτο καιρό στην καινούργια πατρίδα. Να τραγουδάει αμανέδες πριν κοιμηθεί. Όλα αυτά εγγράφηκαν στη μνήμη μου σαν κινηματογραφικές ταινίες. Με τον ίδιο τρόπο βίωνα και τα μυθιστορήματα που διάβαζα τότε. Κι αργότερα στην εφηβεία, αυτοί οι δυο μου έρωτες με συντροφεύανε, αξεδιάλυτα ενωμένοι. Χωρίς αυτές τις δυο αγάπες - στο ζευγάρωμά τους - δεν θα ήμουν ο ίδιος άνθρωπος.

Φανταστείτε, λοιπόν, πώς ένιωσα όταν είδα ένα βιβλίο με τον τίτλο Η κινηματογραφική λέσχη. Ένα μυθιστόρημα για το σινεμά; Ο Καναδός Ντέιβιντ Γκίλμουρ (καμιά σχέση με τον κιθαρίστα των Pink Floyd) είναι μυθιστοριογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό. Στην αγγλοσαξονική ορολογία δεν θεωρείται μυθιστόρημα (novel). Το εντάσσουν στην κατηγορία non-fiction (μη-μυθοπλαστικό), memoir (απομνημονεύματα). Προσωπικά, θεωρώ ότι τέτοιοι διαχωρισμοί αφορούν περισσότερο τους εκδότες παρά τον αναγνώστη. Πράγματι, ο Ντ.Γκ. γράφει ένα βιβλίο με ήρωες τον ίδιο και τον γιο του. Ο 15χρονος Τζέσε δεν τα πάει καθόλου καλά στο σχολείο. Ο πατέρας παίρνει μια γενναία όσο και παράξενη απόφαση. Λέει στον γιο του ότι δέχεται να παρατήσει το μισητό σχολείο αρκεί να συμφωνήσει να βλέπουν και να συζητάνε μαζί τρεις ταινίες τη βδομάδα. [Τι αξίζει να δεις μια ταινία αν δεν τη συζητήσεις μετά;] Ο Ντέιβιντ δεν είναι καθόλου σίγουρος για αυτό που κάνει. Πώς είναι δυνατόν ένας πατέρας - με όλη την αγάπη και την καλή διάθεσή του - να υποκαταστήσει ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα; Ταλανίζεται συνέχεια από τις αμφιβολίες. Κι όμως. Το σχέδιο αρχίζει να λειτουργεί. Μέχρι που ο Τζέσε γίνεται έρμαιο των εφηβικών του προβλημάτων. Μπορεί ο πατέρας και η κοινή τους αγάπη για το σινεμά να τον βοηθήσουν να ορθοποδήσει;

Η κινηματογραφική λέσχη είναι κυρίως ένα βιβλίο ενηλικίωσης. Μέσα από τις ταινίες, πατέρας και γιος έρχονται κοντά. Ο ενήλικος μαθαίνει στον έφηβο να σκέφτεται και να αποφασίζει μόνος του. Δεν του προσφέρει έτοιμες λύσεις. Τον βοηθάει να αποκτήσει κριτική σκέψη - πόσα σχολεία σού προσφέρουν κάτι τέτοιο; το ελληνικό σίγουρα όχι. Και πάνω απ' όλα ο πατέρας δείχνει στον γιο ότι είναι εκεί. Ότι μαζί μπορούν να συζητήσουν οτιδήποτε προκύψει. Του μεταφέρει την πείρα του με ειλικρίνεια και αυτοκριτική διάθεση. Δεν διεκδικεί το αλάθητο. Και ο νεαρός ανταποκρίνεται.

Η αλήθεια είναι ότι κάποια στιγμή αισθάνεσαι το βιβλίο να "κολλάει". Ίσως ο συγγραφέας, στην προσπάθειά του να μείνει πιστός στην πραγματικότητα, ξεχνάει να συμπυκνώσει την πλοκή σε κάποια σημεία. Γρήγορα όμως το ενδιαφέρον επανέρχεται. Οι ταινίες που συζητιούνται σε γεμίζουν αναμνήσεις. [Οι περισσότερες - αν όχι όλες - έχουν παιχτεί στην Ελλάδα.] Συνήθως δεν απασχολεί πατέρα και γιο το σύνολο ενός κινηματογραφικού έργου αλλά οι λεπτομέρειές του. Μια συγκεκριμένη σκηνή, η ηθοποιία, μια χειρονομία του πρωταγωνιστή, ένα σκηνικό. Κι όλα αυτά πλέκονται με τις εμπειρίες του νεαρού Τζέσε, τους έρωτές του, τις φιλίες του, τα λάθη του, την ωρίμανσή του.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Ντέιβιντ Γκίλμουρ δεν μπορούσα να μη σκέφτομαι με μελαγχολία την κατάντια του ελληνικού σχολείου. Το πώς έχουμε εκδιώξει την απόλαυση από την εκπαιδευτική διαδικασία με αποτέλεσμα τα παιδιά μας να μισούν ό,τι έχει σχέση με τα μαθήματα. Θα σκεφτόταν κανείς ιθύνων νους ποτέ ότι ίσως πράγματα όπως ο κινηματογράφος ή η τέχνη γενικότερα θα μπορούσαν να διδάξουν κάτι στα σημερινά παιδιά; Ως πότε θα τα μαστιγώνουμε με στείρες γνώσεις στο όνομα ενός αμφίβολου αύριο;


Μερικές από τις ταινίες που συζητιούνται στην Κινηματογραφική λέσχη:

- Ο άνθρωπος από τη Γαλλία (The French Connection, William Friedkin, 1971)
- Βασικό ένστικτο (Basic Instinct, Paul Verhoeven, 1992)
- Για μια χούφτα δολάρια (Per uno pugno di dollari, Sergio Leone, 1964)
- Ο γίγας (Giant, George Stevens, 1956)
- Γλυκιά ζωή (La Dolce Vita, Federico Fellini, 1960)
- Ο δεσμώτης του ιλίγγου (Vertigo, Alfred Hitchcock, 1958)
- Ο εξορκιστής (The Exorcist, William Friedkin, 1973)
- Ιστάρ (Ishtar, Elaine May, 1987)
- Κλέφτης ποδηλάτων (Ladri di biciclette, Vittorio de Sica, 1948)
- Η λάμψη (The Shining, Stanley Kubrick, 1980)
- Λεωφορείο ο  Πόθος (A Streetcar Named Desire, Elia Kazan, 1951)
- Το λιμάνι της αγωνίας (On the Waterfront. Elia Kazan, 1954)
- Η μονομαχία (The Duel, Steven Spielberg, TV 1971)
- Το μωρό της Ρόζμαρι (Rosemary's Baby, Roman Polanski, 1968)
- Νευρικός εραστής (Annie Hall, Woody Allen, 1977)
- Ο Νονός I, II (The Godfather/The Godfther Part II, Francis Ford Coppola, 1972/1974)
- Ξεφάντωμα με τους Μπιτλς (A Hard Day's Night, Richard Lester, 1964)
- Πολίτης Κέιν (Citizen Kane, Orson Welles, 1941)
- Τα πουλιά (The birds, Alfred Hitchcock, 1963)
- Pretty Woman (Garry Marshall, 1990)
- Ραν (Akira Kurosawa, 1985)
- Τα σαγόνια του καρχαρία (Jaws, Steven Spielberg, 1975)
- Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι (Ultimo tango a Parigi, Bernardo Bertolucci, 1972)
- Τα 400 χτυπήματα (Les quatre cents coups, Francois Truffaut, 1959)
- Υπόθεση Νοτόριους (Notorious, Alfred Hitchcock, 1946)