Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

"Οι κληρονόμοι", Γουίλιαμ Γκόλντινγκ

Μια μικρή ομάδα αντρών, γυναικών και παιδιών Νεάντερταλ φεύγει από τη θάλασσα, όπου ξεχειμωνιάζει, για πιο ψηλά όταν έρχεται η άνοιξη. Εκεί θα διασταυρωθεί για πρώτη φορά ο δρόμος της με τον πολυπληθέστερο και νεοαφιχθέντα στην περιοχή Homo sapiens. Για τους πρωτόγονους εκείνους, ο νέος είναι ο απόλυτος Άλλος – κάτι το αδιανόητο. Πώς νιώθουμε βλέποντας τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια του έτερου Άλλου, αυτού που χάθηκε αλλά όχι χωρίς να αφήσει το ανεξίτηλο αποτύπωμά του στο DNA του σημερινού ανθρώπου - όπως έχει αποδείξει πια η επιστήμη; Ποιες θα είναι οι συνέπειες αυτής της συνάντησης;

Ο νομπελίστας Γκόλντινγκ πετυχαίνει το ακατόρθωτο: να μας βάλει στο μυαλό του μυστηριώδους αυτού είδους με την πρωτόλεια σκέψη – οι συλλογισμοί και οι αναμνήσεις γι’ αυτούς είναι εικόνες, συχνά ασύνδετες και ακατανόητες, που κάτι που δεν μπορούν να καταλάβουν τις φέρνει στον νου τους. Και ο Γκόλντινγκ το καταφέρνει μέσω της γλώσσας - ελλειπτικής και υπαινικτικής, που συχνά απαιτεί προσεκτική ανάγνωση για να αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει. Παρόλο που γράφτηκε στη δεκαετία του 1950 – κυκλοφόρησε το 1955, ένα χρόνο μετά το ντεμπούτο του με τον «Άρχοντα των μυγών» - μοιάζει να έχει προβλέψει και να συνάδει με όλες τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια για τον Homo sapiens neanderthalensis με βάση αρχαιολογικά ευρήματα και γενετικές αναλύσεις.

Με νωπά ακόμη τα τραύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της φρικαλεότητας των στρατοπέδων συγκέντρωσης, το μυθιστόρημα αντανακλά την απογοήτευση του Βρετανού συγγραφέα από το ανθρώπινο είδος. Ωστόσο, οι προεκτάσεις του ξεπερνούν το στενό ιστορικό πλαίσιο και το καθιστούν ένα μοναδικό λογοτεχνικό επίτευγμα.

Παρότι δεν γνώρισαν ποτέ σημαντική εμπορική επιτυχία, «Οι κληρονόμοι» αναγνωρίζονται από μεγάλο μέρος της λογοτεχνικής κριτικής ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Γκόλντινγκ θεωρούσε το βιβλίο το καλύτερο ανάμεσα στο σημαντικό του έργο, όπως μαρτυρεί η κόρη του. Δυστυχώς, δεν είχε ποτέ την αναγνώριση που του αξίζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, ούτε βρίσκω κάποια κριτική ή ανάλυση του μυθιστορήματος στα ελληνικά στο διαδίκτυο.

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Η αναγέννηση των Νεάντερταλ

 Ο άνθρωπος του Νεάντερταλ κι εμείς

[Άρθρο – συντομευμένο - της Βρετανής Παλαιολιθικής αρχαιολόγου Rebecca Wragg Sykes]



ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ

Όταν η Δυτική επιστήμη τούς πρωτοσυνάντησε το 1856, οι Νεάντερταλ ήταν ένας ανάκατος σωρός από οστά – ένα από τα οποία ήταν ένας σπασμένος θόλος κρανίου. Μετά από την ανατίναξη ενός βράχου στο σπήλαιο Kleine Feldhofer στην Κοιλάδα Νεάντερ («Νεάντερταλ») της Γερμανίας, απέμειναν αρκετά από το παράξενα πλατύ κρανίο με τη μεγάλη προεκβολή των φρυδιών για να υπονοήσουν κάτι ολότελα άγνωστο, ωστόσο ανθρωπόμορφο. Το πάνω μέρος του προσώπου υποδήλωνε μια κολοσσιαία  μύτη ανάμεσα σε σπηλαιώδεις οφθαλμικές κόγχες. Υπήρχαν επίσης οστά των άκρων, ογκωδέστερα οποιωνδήποτε γνωστών ανθρώπινων. Εξ αρχής, οι Νεάντερταλ, που χρίστηκαν Homo Neanderthalensis, υπήρξαν βασανιστικά δελεαστικοί στην ατέλειά τους.

Λίγο αργότερα, ένα ολόκληρο κρανίο εμφανίστηκε στην άλλη άκρη της Ευρώπης: στο Γιβραλτάρ (σε βρετανικό έδαφος, ούτε λίγο ούτε πολύ, προς μεγάλη χαρά της λονδρέζικης διανόησης). Το κρανίο του Λατομείου Forbes είχε στην πραγματικότητα βρεθεί μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1848, αλλά είχε περάσει εν πολλοίς απαρατήρητο σε μια συλλογή μουσείου. Το ίδιο το οστό ήταν κρυμμένο από ένα στρώμα σκληρυμένου ιζήματος, και η πραγματική του φύση συγχεόταν από το γεγονός πως κανείς δεν ήταν προετοιμασμένος να «δει» εξαφανισμένους Ανθρωπίδες (την ομάδα των Πρωτευόντων που περιλαμβάνει τους ανθρώπους, τους άμεσους προγόνους μας και άλλα εξαφανισμένα συγγενή ανθρώπινα είδη). Αλλά τον Δεκέμβριο του 1863, ο Τόμας Χότζκιν, ένας γιατρός με εμπειρία στην εθνογραφία και την ανατομία, αναγνώρισε τη σημασία του κρανίου. Ο Χότζκιν πρότεινε να σταλεί στον φίλο του Τζορτζ Μπασκ, ο οποίος είχε μεταφράσει την ανάλυση των οστών του Feldhofer από τα γερμανικά. Όταν το κρανίο έφτασε στο Λονδίνο τον Ιούλιο του 1864, ήρθη οποιαδήποτε αμφιβολία σχετικά με τη σύνδεση των Νεάντερταλ με μας: χωρίς την πρωτόγονη μουσούδα των πιθηκοειδών, αυτά τα φαντάσματα που έρχονταν από μια άγνωστη εποχή ήταν αναμφισβήτητα και ενοχλητικά ανθρωπόμορφα.

Στον απόηχο εκείνων των πρώτων καταιγιστικών ανακαλύψεων, ξεπήδησαν και άλλα ευρήματα των Νεάντερταλ σε διάφορα σημεία της Ευρώπης – μέχρι που το 1908 ένας σχεδόν πλήρης σκελετός ενός άντρα ξεθάφτηκε από το σπήλαιο La Chapelle-aux-Saints στη Γαλλία. Η δημοσίευση της ανακάλυψης περιλάμβανε εικονογραφήσεις φτιαγμένες με προχωρημένη Εδουαρδιανή τεχνολογία, με τη μορφή τρισδιάστατων στερεοσκοπικών φωτογραφιών. Οι αναπαραστάσεις του «Γέρου» του σπηλαίου La Chapelle κυμαίνονταν από μαλλιαρό «πιθηκάνθρωπο» μέχρι αστό με περιποιημένα γένια – αν και χωρίς πουκάμισο. Αλλά ανατομικά, τουλάχιστον, δεν ήταν πλέον δυνατό να υποστηριχτεί ότι το είδος του ήταν πιο κοντά στα ζώα παρά στον άνθρωπο. Οι μελετητές άρχισαν τώρα να κάνουν την πιο βαθιά ερώτηση: οι Νεάντερταλ ναι μεν έμοιαζαν, αλλά ήταν πραγματικά «άνθρωποι», σαν κι εμάς;

Οι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν συμβαίνουν ποτέ σε κοινωνικό κενό. Ο Σουηδός βοτανολόγος Καρλ Λινέους [Κάρολος Λιναίος, εξελληνισμένα] επισημοποίησε τη σκάλα της ζωής το 1758, οπότε και έστεψε τους λευκούς Ευρωπαίους άρρενες ως «υπόδειγμα» του ανθρώπινου είδους. Με μια μονοκοντυλιά του, οποιοσδήποτε άλλος στον πλανήτη υποβιβάστηκε σε μη τυπικό δείγμα, κατώτερη εκδοχή του ανθρώπου, προσδιοριζόμενη από υποτιθέμενα λιγότερο εξελιγμένο σωματότυπο, χαρακτήρα και πολιτισμό. Σε ένα τέτοιο κόσμο, ήταν λογικό το κρανίο και τα οστά από την Κοιλάδα του Νεάντερ να είναι άμεσα συγκρίσιμα με εθνοτικές ομάδες που στιγματίζονταν ως πλέον «κτηνώδεις» από τους αποικιοκράτες τους.

Το 1863, ο Άγγλος βιολόγος Τόμας Χένρι Χάξλεϊ ισχυρίστηκε ότι υπήρχε εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στην προεκβολή των φρυδιών των Νεάντερταλ και τη «σκοτεινή, απειλητική έκφραση» όπως την αντιλαμβανόταν στα κρανία των Αβορίγινων – παραβλέποντας την ξεκάθαρη διαφορά στο ανατομικό σχήμα. Η ευρωπαϊκή πνευματική ελίτ ήταν συνήθως τυφλή όσον αφορούσε την πιθανότητα οι Νεάντερταλ να αποτελούσαν ένδειξη μια κοινής κληρονομιάς για τους σημερινούς ανθρώπους. Αντίθετα, έβλεπε «επιστημονική» απόδειξη και δικαιολόγηση των ρατσιστικών ιεραρχήσεων που θεωρούσαν τους μη Ευρωπαίους λιγότερο εξελιγμένους – αν και τη μπέρδευε το γεγονός ότι οι «άγριοι» έμοιαζαν παρόλα αυτά να έχουν εγκεφάλους εξίσου μεγάλους με αυτούς που γέμιζαν τα δικά της ημίψηλα καπέλα. Μέχρι το 1960, οι επιστήμονες δημοσίευαν ακόμη θεωρίες περί ανθρώπινης εξέλιξης που πρότειναν ότι διάφορες φυλές είχαν «βλαστήσει» στο ανθρώπινο γενεαλογικό δέντρο νωρίτερα από άλλες, με τους Καυκάσιους [λευκούς] να αποτελούν την πιο πρόσφατη άφιξη και ως εκ τούτου να είναι οι λιγότερο «πρωτόγονοι».


ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΤΡΟΦΗΣ

Ενώ η επιστημονική μελέτη των Νεάντερταλ έχει προχωρήσει σημαντικά την τελευταία δεκαετία, οι λαϊκές αντιλήψεις και η κάλυψη από τα ΜΜΕ είναι ακόμη πίσω. Η ευρύτερη εικόνα δείχνει τώρα πως οι πρώιμοι Ανθρωπίδες εξελίχθηκαν στην Αφρική πριν διασκορπιστούν προς τα έξω κατά κύματα. Στην Ευρώπη, οι Νεάντερταλ εμφανίστηκαν σε αρχεία απολιθωμάτων ως διακριτός πληθυσμός περισσότερο από 400.000 χρόνια πριν και συνέχισαν να καταλαμβάνουν μια τεράστια έκταση της Ευρασίας. Έπειτα εξαφανίστηκαν 42.000 – 40.000 χρόνια πριν. Αυτή η περίοδος υπήρξε επίσης μάρτυρας της εμφάνισης στην Ευρώπη ενός άλλου είδους Ανθρωπίδων: του δικού μας, του Έμφρονα Ανθρώπου [Homo Sapiens].

Για δεκαετίες, το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής κοινότητας πίστευε πως αυτή η σύνδεση υποδήλωνε αιτιώδη συνάφεια. Θεωρείτο ότι οι άνθρωποι αντικατέστησαν τους Νεάντερταλ χωρίς επιμειξίες – αυτό που υπέβοσκε ως υπαινιγμός ήταν ότι οι Νεάντερταλ δεν μπόρεσαν να ανταγωνιστούν τις «ανώτερες» ικανότητές μας. Ευρέως αποδεκτές θεωρίες τούς τυποποιούν ως πλάσματα εγγενώς αντικοινωνικά, ακόμη και μεταξύ τους. Οι Παλαιοανθρωπολόγοι πίστευαν πως τα κοινωνικά δίκτυα των Νεάντερταλ έμοιαζαν με των χιμπαντζήδων, στα οποία τα μέλη τείνουν να μεταχειρίζονται τους «εκτός-ομάδας» ομολόγους τους ως εχθρούς που θα έπρεπε να εκδιωχθούν ή να εξολοθρευτούν, όχι ως ομοίους με τους οποίους θα έπρεπε να επικοινωνήσουν ή να συνεργαστούν.

Ωστόσο, τώρα είναι πια ξεκάθαρο ότι οι Νεάντερταλ δεν ήταν καθόλου λιγότερο «εξελιγμένοι» από εμάς. Ούτε υπάρχουν καθοριστικά στοιχεία πως ήταν θεμελιωδώς λιγότερο κοινωνικοί ή έτειναν λιγότερο να συναναστρέφονται με άτομα έξω από τη φυλή τους. Απλώς ταξίδευαν στο δικό τους μονοπάτι, που ήταν λίγο-πολύ παράλληλο με το δικό μας, αν και με διαφορετικές στροφές και παρεκβάσεις στην πορεία. Ζούσαν βαθιά στην Ασία – ακόμη και προς τις ακτές του Ειρηνικού. Ήταν ικανοί κυνηγοί, καρποσυλλέκτες με γνώσεις και δεξιοτέχνες τεχνίτες με διάφορα υλικά. Αντέχοντας πολλαπλούς παγετωνικούς κύκλους, επιβίωσαν παρά τις ακραίες κλιματικές αλλαγές.

Αρχικά, οι ερευνητές θεώρησαν ότι οι Νεάντερταλ ήταν κυνηγοί. Ένα από τα πρώτα σχέδια ανασύστασης από ευρήματα περιλάμβανε ένα δόρυ και μέχρι τον ύστερο 19ο αιώνα οι αρχαιολόγοι έψαχναν για ίχνη από απομεινάρια σφαγμένων ζώων. Ως τη δεκαετία του 1960, υπήρχε η ευρέως διαδεδομένη πίστη πως οι Νεάντερταλ ήταν πρωταρχικά σαρκοφάγοι που κατοικούσαν σε παγωμένες περιοχές με ελάχιστη βλάστηση. Αντιδράσεις σε αυτή την αντίληψη, όμως, επισήμαιναν ότι ένα σημαντικό ποσοστό θερμίδων προερχόταν από το «αργό και σταθερό» δεύτερο μέρος της κυνηγετικής-καρποσυλλεκτικής εξίσωσης: όχι μόνο φυτά, αλλά και κυνήγι μικρών θηραμάτων και ψάρεμα.

Αυτές οι μετατοπίσεις οπτικής έβαλαν πίσω στο κάδρο φυτά και μικρά ζώα όπως πουλιά, αλλά η παρουσία τους ανάμεσα στους Νεάντερταλ συνέχιζε να διαφεύγει της αρχαιολογικής καταγραφής. Το ναδίρ ήρθε τη δεκαετία του 1980, όταν οι μελετητές πρότειναν ότι οι τεράστιες ποσότητες οστών και δοντιών στους χώρους των Νεάντερταλ δεν ήταν καν από κυνήγι, αλλά από πτωματοφαγία. Αυτό έφερνε τους Νεάντερταλ να παραμονεύουν γύρω από τη λεία υαινών ή λιονταριών, αρπάζοντας πού και πού κανένα κομματάκι κρέας χωρίς να προκαλούν το μένος των «αληθινών» θηρευτών.

Ωστόσο, αυτό το σενάριο ανατράπηκε επίσης καθώς η αρχαιολογία άρχισε να ωριμάζει ως επιστημονικός κλάδος κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Από τότε, στοιχεία από εκατοντάδες χώρους ανασκαφής έχουν σχολαστικά αναλυθεί και συγκεντρωθεί, αποκαλύπτοντας ότι οι Νεάντερταλ ήταν ομαδικοί κυνηγοί υψηλού επιπέδου. Μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πανίσχυρα θηρία, όπως αρκούδες, ρινόκερους και πιθανόν μαμούθ, χρησιμοποιώντας καλοακονισμένα ξύλινα δόρατα για χτυπήματα εκ του συστάδην, ενώ άλλα πιθανότατα πετάγονταν από απόσταση σαν ακόντια. Ο μύθος ότι οι Νεάντερταλ δεν μπορούσαν να πιάσουν γρήγορα πλάσματα όπως πουλιά ή λαγούς έχει καταρριφθεί παταγωδώς, ενώ το μενού μερικές φορές περιείχε ακόμη και θαλασσινά και ίσως ψάρια.

Τα φυτά συμπλήρωναν αυτή την ποικιλία κρεατοφαγικής διατροφής. Οι Νεάντερταλ εξασφάλιζαν τα προς το ζην σε μια τεράστια περιοχή, από τη Βόρεια Ουαλία μέχρι την Παλαιστίνη, και προς ανατολάς στη μισή Σιβηρία, οπότε δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι βρίσκουμε διατηρημένα κομμάτια από σύκα, ελιές, φιστίκια και χουρμάδες σε σπηλιές σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και τη Δυτική Ασία.

ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΖΩΓΡΑΦΟΙ;

Πέρα από τη σωματική ικανοποίηση μιας γεμάτης κοιλιάς, βίωναν οι Νεάντερταλ πάθη ενός  υψηλότερου επιπέδου; Ήταν ικανοί για αυτοέκφραση και αφηρημένη σκέψη; Οι αρχαιολόγοι κινούνται τώρα όλο και περισσότερο προς θετικές απαντήσεις. Ζωγραφιές που βρέθηκαν σε τρία σπήλαια στην Ισπανία – το Μαλτραβιέσο, τη Λα Πασιέγκα και το Αρντάλες – περιλαμβάνουν σταλακτίτες πασαλειμμένους με κόκκινο χρώμα, μια καθαρή κάθετη γραμμή και, το πιο συναρπαστικό από όλα, τη στάμπα [στένσιλ] του περιγράμματος ενός χεριού. Τα αποτελέσματα των τεστ ήταν εκπληκτικά: η παλαιότερη κυμαινόταν από τα 67.000 ως τα 52.000 χρόνια, εμφανιζόμενη κάπου 20.000-7.000 χρόνια πριν την εποχή που πιστεύουμε πως ο Έμφρων Άνθρωπος έφτασε στην Ευρώπη. Για πολλούς μελετητές, αυτό αποτελεί ισχυρό στοιχείο πως οι δημιουργοί ήταν οι Νεάντερταλ. Ίσως η ζωγραφική να ήταν κάτι που το είδος μας έμαθε μάλλον παρά υπήρξε ανεξάρτητη πηγή δημιουργίας τέχνης.

Μερικά από τα δημιουργήματα των Νεάντερταλ είναι τόσο παλιά που η απόδοσή τους σε αυτούς είναι αναμφισβήτητη. Το 1990, εκατοντάδες μέτρα βαθιά μέσα στη σπηλιά Μπρουνικέλ στη νότια Γαλλία, οι ερευνητές βρήκαν σταλαγμίτες σπασμένους και τοποθετημένους έτσι ώστε να σχηματίζουν δύο κύκλους, οι οποίοι περικύκλωναν άλλες μικρότερες στοίβες. Μέχρι τώρα δεν υπάρχουν ευρήματα ούτε εξήγηση για τους κύκλους, αλλά αυτές οι κατασκευές θα πρέπει να πήραν χρόνο και σχεδιασμό για να γίνουν και θα χρειάστηκε προνοητικότητα ώστε να υπάρξει επαρκής φωτισμός σε τέτοιο βάθος. Οι έρευνες συνεχίζονται αλλά η Μπρουνικέλ έχει ήδη ανοίξει ένα παράθυρο προς ένα μυαλό (των Νεάντερταλ) εξίσου πολυσύνθετο με το δικό μας.

Είναι σημαντικό να συστήσουμε κάποια επιφύλαξη για όλα αυτά, αφού η Παλαιολιθική αρχαιολογία αγνοεί ακόμη πάρα πολλά. Είναι αλήθεια πως δεν έχουμε απολιθώματα παλαιότερα των 45.000 χρόνων που να αποδεικνύουν την παρουσία του Έμφρονα Ανθρώπου δυτικά του Δέλτα του Δούναβη, κάτι που αφήνει τους Νεάντερταλ βασικούς υπόπτους για τις ζωγραφιές. Αλλά η απουσία οστών δεν αποδεικνύει απουσία Ανθρωπίδων και γνωρίζουμε ότι οι Homo Sapiens κατευθύνονταν προς την Ανατολική Μεσόγειο πριν από τουλάχιστον 150.000 χρόνια. Οπότε η υπόθεση για την τέχνη των σπηλαίων δεν έχει κλείσει ακόμη εντελώς, έστω και αν η τρισδιάστατη ανασύνθεση στην Μπρουνικέλ μοιάζει να οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα. Όμως αυτές οι αποκαλύψεις έχουν αλλάξει ριζικά την αντίληψή μας, και τις προσδοκίες μας, για το τι έκαναν οι Νεάντερταλ στην καθημερινή τους ζωή – το οποίο περιλαμβάνει τώρα την πιθανότητα πιο εσωτεριστικών δραστηριοτήτων.


ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ DNA - ΧΑΜΕΝΑ ΑΔΕΡΦΙΑ

Παράλληλα με τα αρχαιολογικά στοιχεία, η γενετική είναι ο δεύτερος πυλώνας της πρόσφατης επανεκτίμησης των Νεάντερταλ. Συνεχώς βελτιούμενα δεδομένα υποδηλώνουν ότι οι άνθρωποι και οι Νεάντερταλ είχαν έναν κοινό πρόγονο πριν από περίπου 800.000-700.000 χρόνια, πριν χωρίσουν οι εξελικτικοί τους δρόμοι. Αυτή η διαδικασία μπορεί μάλιστα να έγινε εντός γενετικά διαφοροποιημένων αλλά στενά συνδεδεμένων πληθυσμών Ανθρωπίδων που εξελίχθηκαν στην Αφρική και έπειτα μετακινήθηκαν προς την Εγγύς Ανατολή και ακόμη πιο πέρα.

Το 2010, ερευνητές ανέλυσαν το γονιδίωμα τριών Νεάντερταλ και συνέκριναν τα στοιχεία με σύγχρονους ανθρώπους από διάφορα μέρη του κόσμου. Με βάση γενετικές σχέσεις, φαίνεται πως κάποια στιγμή μετά από 200.000 χρόνια πριν, πρώιμοι Homo Sapiens έχοντας φύγει από την Αφρική ήρθαν σε επιμειξία με γηγενείς Ανθρωπίδες που κατοικούσαν στην Ευρασία. Αυτός είναι ο λόγος που το γονιδίωμα όλων των σύγχρονων ανθρώπων – με εξαίρεση τους κατοίκους της Υποσαχάριας Αφρικής – περιέχει ένα μικρό ποσοστό DNA των Νεάντερταλ. Όπως και να συνέβη, η επιστήμη είναι ξεκάθαρη: για να παραχθεί η ποσότητα DNA που επιβιώνει και σήμερα, παίρνοντας υπόψη περίπλοκες διαδικασίες επιλογής σε σχέση με τα γονίδια των Νεάντερταλ και λιγότερο γόνιμων υβριδίων, θα πρέπει να υπήρξε ουκ ολίγο σεξ μεταξύ των υποειδών.

Το εύρημα αυτό συγκλόνισε τον επιστημονικό κόσμο και συνέτριψε το αφήγημα της «αντικατάστασης χωρίς επιμειξία» που συνόδευε την παρακμή των Νεάντερταλ. Οι σημερινοί άνθρωποι διατηρούν ένα εκπληκτικό 20%, ίσως και περισσότερο, του γονιδιώματος των Νεάντερταλ, αν και ως ένα κάπως χαλασμένο «αρχείο» ανισοκατανεμημένο σε διάφορους πληθυσμούς. Ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το ότι δεν είναι οι Δυτικοευρωπαίοι που έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο του DNA των Νεάντερταλ: οι κάτοικοι της Ανατολικής Ασίας έχουν μέχρι και ένα πέμπτο περισσότερο. Υπήρξαν επίσης πολλές φάσεις υβριδοποίησης. Η παλαιότερη γνωστή "μοιραία" συνάντηση συνέβη περισσότερα από 220.000 χρόνια πριν, όταν μία θηλυκή πρόγονος του Homo sapiens ζευγάρωσε με έναν άρρενα Νεάντερταλ – πολύ νωρίτερα από οποιαδήποτε άλλη γνωστή διασταύρωση μεταξύ των δύο ομάδων. Στην άλλη άκρη της χρονικής κλίμακας, το σαγόνι ενός ανθρώπου που έζησε πριν από 40.000 χρόνια στη Ρουμανία αποκαλύπτει ότι μετρούσε έναν Νεάντερταλ ανάμεσα στους προγόνους του μόνο τέσσερις ως έξι γενιές νωρίτερα – ακριβώς την εποχή που επρόκειτο να εξαφανιστούν από το αρχείο απολιθωμάτων.

Την ίδια χρονιά με την ανακοίνωση του DNA των Νεάντερταλ, οι άνθρωποι συστήθηκαν σε έναν άλλο χαμένο εξάδελφο που ούτε καν γνωρίζαμε ότι υπήρχε – και με τον οποίο είχαμε επίσης αναμειχθεί. Από το 1970, Ρώσσοι επιστήμονες έκαναν ανασκαφές στο σπήλαιο Ντενίσοβα στη Δυτική Σιβηρία. Ανάμεσα στα χιλιάδες οστά που είχαν βρεθεί ήταν και η άκρη από το μικρό δαχτυλάκι ενός παιδιού. Η γενετική ανάλυση που δημοσιεύτηκε το 2010 αποκάλυψε έναν παντελώς άγνωστο πληθυσμό Ανθρωπίδων. Οι «Άνθρωποι της Ντενίσοβα» [Denisovans – ως Ντενίσοβαν αναφέρονται συχνά στα ελληνικά], όπως ονομάστηκαν, ήταν μια ομάδα «αδελφή» των Νεάντερταλ, που διαχωρίστηκε από αυτούς περίπου 600.000-430.000 χρόνια πριν. Ένα σημαντικό ποσοστό του γονιδιώματος των Ανθρώπων της Ντενίσοβα έχει επιβιώσει μέσα μας και οι επιστήμονες έχουν συνδυάσει στοιχεία που καταδεικνύουν πως υπήρξαν πολλαπλές επιμειξίες μεταξύ μας. Ωστόσο, ακόμη δεν έχουμε ιδέα για το πώς έμοιαζαν αυτοί οι άνθρωποι, πέρα από το γεγονός πως κάποιοι είχαν σκούρα μάτια και δέρμα.

Σε μια νέα ανατροπή των δεδομένων, προκύπτει ότι οι Άνθρωποι του Νεάντερταλ και της Ντενίσοβα ήταν σύγχρονοι, ζώντας στην ίδια περιοχή για χιλιάδες χρόνια. Κατά τη διάρκεια δειγματοληψίας πρωτεϊνών στην προσπάθεια εντοπισμού περισσότερων Ανθρωπίδων ανάμεσα σε αταυτοποίητα οστά από κάποιο σπήλαιο, ένα από αυτά ξεχώρισε. Οι ερευνητές είχαν πέσει κατά σύμπτωση πάνω σε ένα τμήμα οστού ενός κοριτσιού, πιθανότατα έφηβης, που ήταν υβρίδιο πρώτης γενιάς: η μητέρα Νεάντερταλ, ο πατέρας Ντενίσοβαν. Ακόμη πιο απίστευτο, η πατρική της καταγωγή αποκάλυψε ένα ακόμη παλαιότερο γενετικό ιστορικό ανάμειξης ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πληθυσμούς, που έφτανε εκατοντάδες γενεές πίσω.

Δεν είναι σαφές το πώς ή το γιατί συνέβησαν οι συνευρέσεις αυτές που οδήγησαν σε επιμειξίες. Κατ’ αρχάς, δεν θα πρέπει να βλέπουμε τους Νεάντερταλ ή τους πρώιμους Homo Sapiens ως μονολιθικά σύνολα. Στην πραγματικότητα, η πληθυσμιακή δυναμική πρέπει να παρουσίαζε τεράστια ποικιλία, με ομάδες να εξαπλώνονται και να αναμειγνύονται με διάφορους τρόπους και σε διάφορους τόπους. Και τι γινόταν με το αποτέλεσμα όλων αυτών των ερωτικών συνευρέσεων: με ποιους και πώς μεγάλωναν τα εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, αυτά υβριδικά μωρά; Η βασική ανατομία συνδυασμένη με νευρογνωστική και ψυχολογική έρευνα υποδηλώνουν ότι αυτά τα νεαρά άτομα χρειάζονταν φροντίδα, υποστήριξη και αγάπη για να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν. Μα αυτό σημαίνει πως ολόκληρες ομάδες αναμείχθηκαν φυσικά και πολιτισμικά, ή πως ο μεικτός γενετικός μας φάκελος είναι το υποπροϊόν μιας αφθονίας «εφάπαξ», τυχαίων συνευρέσεων που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια 100.000 ετών; Προς το παρόν μόνο θολές εικασίες μπορούμε να κάνουμε.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΘΕΣ, ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ, ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Πέρα από την πρόοδο της επιστήμης, αυτές οι αλλαγές οπτικής σχετικά με τους Νεάντερταλ είναι ο καρπός μιας μακράς πολιτισμικής εμμονής. Από το 1856 προσπαθούμε να συλλάβουμε το πώς έμοιαζαν οι Νεάντερταλ – και ναι, πρέπει πραγματικά να έμοιαζαν όπως οι άνθρωποι, αν και ενός άλλου είδους άνθρωποι. Ωστόσο, το πορτρέτο δεν ολοκληρώνεται ποτέ. Με κάθε νέα αρχαιολογική πρόοδο, έρχονται όλο και πιο κοντά μας, ανοίγοντάς μας την όρεξη για ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες. Κι όμως κάτι ανησυχαστικό κι αλλόκοτο μοιάζει να ελλοχεύει… Αυτή η αποστροφή μας προς την απόκλιση, τον Άλλο, παρατηρήθηκε στις αντιδράσεις απέναντι στα ρομπότ πίσω στη δεκαετία του 1970. Οι Νεάντερταλ προξενούν κάτι ανάλογο. Είναι από πολλές απόψεις ένας καθρέφτης μας, αλλά ένας κάπως λοξός καθρέφτης. Μας τρομάζουν και μας γοητεύουν ταυτόχρονα, γιατί μας αναγκάζουν να επανεξετάσουμε το ποια είναι τα όρια του ανθρώπινου

Σήμερα, η ιστορία των Νεάντερταλ είναι ακόμη ρευστή. Δεν έχουν περάσει παρά μόνο δέκα χρόνια από την ανακάλυψη-ορόσημο του DNA και την κατεδάφιση της θεωρίας ότι αποτελούσαν εξελικτική αποτυχία. Γνωρίζουμε τώρα ότι δεν υπήρξαν τελικοί κρίκοι στην ιστορία των Νεάντερταλ, δεν υπήρξαν τελευταίοι μοναχικοί επιζώντες. Πολλοί ερευνητές αμφισβητούν αν θα πρέπει καν να τους θεωρούμε διαφορετικό είδος. Όλα τα νέα στοιχεία θέτουν υπό αμφισβήτηση τις θεωρίες που διατυπώσαμε για τη ζωή τους, συχνά καταρτίζοντας λίστες κριτηρίων που πρέπει να πληρούν για να θεωρηθούν αυθεντικοί άνθρωποι. Η «μοντέρνα» συμπεριφορά υπήρξε πάντα μια πολύ ιδιαίτερη εκδοχή του πώς θέλουμε να βλέπουμε τους εαυτούς μας. Ένα κλασικό παράδειγμα – που ακόμη παίζει σε διαμάχες για την επανασκαφή του σπηλαίου La Chapelle – είναι πότε θα είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε στους Νεάντερταλ ότι είχαν αντίληψη του θανάτου. Πολύ συχνά, δυστυχώς, ξεκάθαρα στοιχεία ιδιαίτερης μεταχείρισης των νεκρών δεν είναι αρκετά. Μόνο ένας τέλεια λαξεμένος τάφος, η επιτομή της «σωστής» Χριστιανικής ταφής, θεωρείται απόδειξη ουσιωδών κοινωνικών πρακτικών.

Γεωγραφική εξάπλωση των Νεάντερταλ: ροζ 450.000-130.000 πΧ, μπλε 130.000-40.000 πΧ.

Το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι να απαλλαγούμε από τη συνήθεια του ναρκισσισμού και της αυτοπροβολής μας και να προσπαθήσουμε να φωτίσουμε τους Νεάντερταλ με τους δικούς τους όρους. Πρέπει να σταματήσουμε να ταλαντευόμαστε ανάμεσα σε ένα φετίχ κι ένα φόβο εξωτισμού, από τη μια, και μια αφελή πεποίθηση ότι ήταν «ακριβώς σαν κι εμάς», από την άλλη. Η μετρημένη χρήση της αρχαιολογίας, και η παραχώρηση των ίδιων αποδεικτικών κριτηρίων που επιτρέπουμε στον πρώιμο Έμφρονα Άνθρωπο, δείχνει πως δεν υπάρχει γνωστικό χάσμα μεταξύ μας, όπως ακριβώς δεν υπήρχε αναπαραγωγικός φραγμός. Η γοητεία θα πρέπει να έγκειται στην ποικιλία του τρόπου ζωής των Νεάντερταλ και αυτό που αποκαλύπτει όχι μόνο για τη βαθιά σχέση που μας ενώνει, αλλά και για τις παράλληλες ιστορίες των Ανθρωπίδων πάνω στη Γη.

Η έρευνα των ανθρώπινων καταβολών την τελευταία δεκαετία έχει ανακαλύψει τη δική της Ζώνη του Κάιπερ [μεγάλο σύνολο μικρών σωμάτων στην περιοχή του εξωτερικού Ηλιακού συστήματος που πριν το 1951 αγνοούσαμε την ύπαρξή του], των μυστηριωδών Ανθρωπίδων. Μερικοί, όπως οι Ντενίσοβαν, έρχονται μόλις τώρα στο φως, ενώ άλλοι πιθανότατα παραμένουν αόρατοι καραδοκώντας να εμφανιστούν. Αλλά ανεξάρτητα του πόσο μεγαλώνει η οικογένεια, τους Νεάντερταλ - ως τους πρώτους ανακαλυφθέντες συγγενείς – θα τους νιώθουμε πάντα πιο κοντά: ένα σημείο αντίστιξης για αυτό που ήμασταν, είμαστε και μπορούμε να γίνουμε.

[Μετάφραση και επεξεργασία: Παναγιώτης Α. Αλεξανδρίδης]