Μια αισθηματική ταινία που αφορά ένα ερωτικό τρίγωνο δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη. Με παραξένεψαν λοιπόν οι σχετικά θετικές κριτικές που πήρε Το δικό μας βαλς της Καναδής ηθοποιού και σκηνοθέτριας Σάρα Πόλεϊ [η ταινία της Το υστερόγραφο μιας σχέσης (Away from Her, 2006) ήταν υποψήφια για Όσκαρ δικού της διασκευασμένου σεναρίου και πρώτου γυναικείου ρόλου για την Τζούλι Κρίστι] και αποφάσισα να της ρίξω μια ματιά. Με τράβηξε εξαρχής το σκηνοθετικό της ύφος και τη συνέχισα να δω πού το πήγαινε. Ομολογώ πως κάποιες στιγμές μπήκα στον πειρασμό να την παρατήσω, αλλά νομίζω πως ο τελικός ισολογισμός δεν ήταν αρνητικός.
Η ιστορία είναι πολύ απλή. Η Μάργκο (Μισέλ Γουίλιαμς, Επτά μέρες με τη Μέριλιν) είναι παντρεμένη εδώ και 5 χρόνια με τον Λου (Σεθ Ρόγκεν). Δεν έχουν ούτε σκέφτονται να κάνουν παιδιά. Η ζωή τους είναι μια ευτυχισμένη (;) ρουτίνα στηριγμένη κυρίως στα παιδιάστικα αστεία που ανταλλάσσουν και στα πολλαπλά "Σ' αγαπώ" που λένε ο ένας στον άλλον. Εκείνη θα ισχυριστεί κάποια στιγμή ότι "θέλει να γράψει", αλλά δεν θα τη δούμε να ασχολείται μ' αυτό - ίσως μια φορά να γράφει στο ημερολόγιό της. Εκείνος, όπως διαπιστώνουμε προς το τέλος της ταινίας, γράφει ένα βιβλίο που αφορά τρόπους μαγειρέματος κοτόπουλου [=chicken: στα αγγλικά έχει επίσης τη σημασία "δειλός", "φοβητσιάρης"]. Σε ένα ταξίδι της στο Λούισμπουργκ της Νόβα Σκότια, η Μάργκο γνωρίζει τον Ντάνιελ (Λουκ Κέρμπι), ερασιτέχνη ζωγράφο που βγάζει τα προς το ζην οδηγώντας ένα ρίκσο στους δρόμους του Τορόντο. Από σύμπτωση - αρκετά τραβηγμένη - ο Ντάνιελ είναι γείτονας του ζευγαριού. Η Μάργκο δείχνει να νιώθει μια έλξη γι' αυτόν χωρίς όμως να τολμά να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο. Παράλληλα, κάποια σύννεφα αρχίζουν να μαζεύονται στις σχέσεις του παντρεμένου ζευγαριού. Θα κάνει η Μάργκο το μεγάλο βήμα;
Αν δεν υπήρχε η σκηνοθετική φρεσκάδα, η ταινία δεν θα ξέφευγε από την απόλυτη μετριότητα. Η Πόλεϊ καταφέρνει όμως να δημιουργήσει οικειότητα με τους χαρακτήρες της μέσα από πολλά κοντινά πλάνα που εστιάζουν σε πρόσωπα, αντικείμενα, μέρη του σώματος (κυρίως τα πόδια της Ουίλιαμς), χειρονομίες. Ταυτόχρονα, επιλέγει με φροντίδα τα σκηνικά της για να στήσει μια γοητευτική ατμόσφαιρα, ενός σχεδόν ειδυλλιακού Τορόντο αλλά και των εσωτερικών χώρων. Αποσπά καλές ηθοποιίες, περισσότερο από τους Γουίλιαμς-Ρόγκεν και λιγότερο από τον Κέρμπι, που μερικές φορές δείχνει ξενέρωτος [πχ, στην έτσι κι αλλιώς αδέξια σκηνή όπου περιγράφει στην Μάργκο τι θα της έκανε αν ήταν εραστές]. Επίσης, κάποιες σκηνές τραβάνε σε μάκρος ή και επαναλαμβάνονται [για να φανεί άραγε η βαρετή καθημερινότητα;], αλλά προς το τέλος ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος. Τέλος, τα τραγούδια του Λέοναρντ Κοέν - μια διασκευή του Closing Time και το Take This Waltz που δίνει και τον τίτλο - πλουτίζουν την ταινία.
Η Πόλεϊ προσθέτει ενδιαφέρον με διάσπαρτες σημειολογικές αναφορές που σχολιάζουν την ιστορία της, προϊδεάζοντάς μας συχνά για το τι θα συμβεί: μεταξύ άλλων η αρχική σκηνή με τη Μάργκο να μαγειρεύει, που θα πάρει άλλη διάσταση στο τέλος, η αναπαράσταση του μαστιγώματος του μοιχού κατά την επίσκεψη στο Λούισμπουργκ, η Μάργκο στο αναπηρικό καροτσάκι και οι εξηγήσεις περί φόβου που δίνει στον Ντάνιελ, ο πολύχρωμος γύρος του λούνα παρκ που όταν ανάβουν τα φώτα αποκαλύπτουν ένα θλιβερότατο και άθλιο σκηνικό, το επεισόδιο με την αδελφή τού Λου. Όλα οργανωμένα για να αναδείξουν τη σκηνοθετική άποψη ότι όσο κι αν τολμήσει κανείς, αν δεν βρει τι του φταίει - μπορεί άραγε; - πάλι θα καταλήξει στο ίδιο τέλμα.
Παρά τις αδυναμίες του, Το δικό μας βαλς μάς βάζει να σκεφτούμε για τις ανθρώπινες σχέσεις χωρίς να μας δίνει έτοιμες λύσεις και happy ending. Καλό θα ήταν βέβαια να μην τη δείτε με το ταίρι σας αν θέλετε να αποφύγετε αμήχανα μεταξύ σας βλέμματα.
Η ιστορία είναι πολύ απλή. Η Μάργκο (Μισέλ Γουίλιαμς, Επτά μέρες με τη Μέριλιν) είναι παντρεμένη εδώ και 5 χρόνια με τον Λου (Σεθ Ρόγκεν). Δεν έχουν ούτε σκέφτονται να κάνουν παιδιά. Η ζωή τους είναι μια ευτυχισμένη (;) ρουτίνα στηριγμένη κυρίως στα παιδιάστικα αστεία που ανταλλάσσουν και στα πολλαπλά "Σ' αγαπώ" που λένε ο ένας στον άλλον. Εκείνη θα ισχυριστεί κάποια στιγμή ότι "θέλει να γράψει", αλλά δεν θα τη δούμε να ασχολείται μ' αυτό - ίσως μια φορά να γράφει στο ημερολόγιό της. Εκείνος, όπως διαπιστώνουμε προς το τέλος της ταινίας, γράφει ένα βιβλίο που αφορά τρόπους μαγειρέματος κοτόπουλου [=chicken: στα αγγλικά έχει επίσης τη σημασία "δειλός", "φοβητσιάρης"]. Σε ένα ταξίδι της στο Λούισμπουργκ της Νόβα Σκότια, η Μάργκο γνωρίζει τον Ντάνιελ (Λουκ Κέρμπι), ερασιτέχνη ζωγράφο που βγάζει τα προς το ζην οδηγώντας ένα ρίκσο στους δρόμους του Τορόντο. Από σύμπτωση - αρκετά τραβηγμένη - ο Ντάνιελ είναι γείτονας του ζευγαριού. Η Μάργκο δείχνει να νιώθει μια έλξη γι' αυτόν χωρίς όμως να τολμά να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο. Παράλληλα, κάποια σύννεφα αρχίζουν να μαζεύονται στις σχέσεις του παντρεμένου ζευγαριού. Θα κάνει η Μάργκο το μεγάλο βήμα;
Αν δεν υπήρχε η σκηνοθετική φρεσκάδα, η ταινία δεν θα ξέφευγε από την απόλυτη μετριότητα. Η Πόλεϊ καταφέρνει όμως να δημιουργήσει οικειότητα με τους χαρακτήρες της μέσα από πολλά κοντινά πλάνα που εστιάζουν σε πρόσωπα, αντικείμενα, μέρη του σώματος (κυρίως τα πόδια της Ουίλιαμς), χειρονομίες. Ταυτόχρονα, επιλέγει με φροντίδα τα σκηνικά της για να στήσει μια γοητευτική ατμόσφαιρα, ενός σχεδόν ειδυλλιακού Τορόντο αλλά και των εσωτερικών χώρων. Αποσπά καλές ηθοποιίες, περισσότερο από τους Γουίλιαμς-Ρόγκεν και λιγότερο από τον Κέρμπι, που μερικές φορές δείχνει ξενέρωτος [πχ, στην έτσι κι αλλιώς αδέξια σκηνή όπου περιγράφει στην Μάργκο τι θα της έκανε αν ήταν εραστές]. Επίσης, κάποιες σκηνές τραβάνε σε μάκρος ή και επαναλαμβάνονται [για να φανεί άραγε η βαρετή καθημερινότητα;], αλλά προς το τέλος ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος. Τέλος, τα τραγούδια του Λέοναρντ Κοέν - μια διασκευή του Closing Time και το Take This Waltz που δίνει και τον τίτλο - πλουτίζουν την ταινία.
Η Πόλεϊ προσθέτει ενδιαφέρον με διάσπαρτες σημειολογικές αναφορές που σχολιάζουν την ιστορία της, προϊδεάζοντάς μας συχνά για το τι θα συμβεί: μεταξύ άλλων η αρχική σκηνή με τη Μάργκο να μαγειρεύει, που θα πάρει άλλη διάσταση στο τέλος, η αναπαράσταση του μαστιγώματος του μοιχού κατά την επίσκεψη στο Λούισμπουργκ, η Μάργκο στο αναπηρικό καροτσάκι και οι εξηγήσεις περί φόβου που δίνει στον Ντάνιελ, ο πολύχρωμος γύρος του λούνα παρκ που όταν ανάβουν τα φώτα αποκαλύπτουν ένα θλιβερότατο και άθλιο σκηνικό, το επεισόδιο με την αδελφή τού Λου. Όλα οργανωμένα για να αναδείξουν τη σκηνοθετική άποψη ότι όσο κι αν τολμήσει κανείς, αν δεν βρει τι του φταίει - μπορεί άραγε; - πάλι θα καταλήξει στο ίδιο τέλμα.
Παρά τις αδυναμίες του, Το δικό μας βαλς μάς βάζει να σκεφτούμε για τις ανθρώπινες σχέσεις χωρίς να μας δίνει έτοιμες λύσεις και happy ending. Καλό θα ήταν βέβαια να μην τη δείτε με το ταίρι σας αν θέλετε να αποφύγετε αμήχανα μεταξύ σας βλέμματα.
[Τρέιλερ του Δικού μας βαλς με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου