Άλλη μια ταινία μάς έρχεται από τον Γαλλόφωνο Καναδά. Αυτή τη φορά πρόκειται για τον αξιόλογο Ζαν-Μαρκ Βαλέ (Jean-Marc Vallée), που έκανε αίσθηση το 2005 με το C.R.A.Z.Y. και γύρισε την κάπως πιο συμβατική Βασίλισσα Βικτώρια: Τα χρόνια της νιότης το 2009. [Αναρωτιέμαι τον λόγο που μεσολάβησαν τέσσερα χρόνια για να ξανακάνει ταινία παρά την επιτυχία του C.R.A.Z.Y.] Όπως και στο φιλμ του 2005, σημαντικό ρόλο παίζει κι εδώ η μουσική. Τότε ένα τραγούδι της Πάτσι Κλάιν έδινε το όνομά του στον τίτλο, τώρα έχουμε το ομότιτλο ορχηστρικό κομμάτι του Μάθιου Χέρμπερτ που παίζει κυρίαρχο ρόλο στο έργο - όχι μόνο ως μουσικό ντεκόρ αλλά και συνδέοντας τους δύο βασικούς φιλμικούς χωροχρόνους: στο Παρίσι της δεκαετίας του '60 ακούγεται η κλασική τζαζ εκδοχή ενώ στο σύγχρονο Μοντρεάλ η διασκευή του Doctor Rockit.
Η ταινία ξεκινάει με τον Αντουάν (πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο του τραγουδιστή-τραγουδοποιού Κέβιν Πάρεντ), την αγαπημένη του Ροζ (Εβελίν Μπροσί) και τις δύο κόρες του, χωρίς οικονομικά ή άλλα προβλήματα, στο πλούσιο σπίτι του με την πισίνα. Ο Αντουάν είναι επιτυχημένος επαγγελματίας DJ που γυρίζει όλο τον κόσμο παίζοντας μουσική. Σύντομα θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η απόλυτα ευτυχισμένη εικόνα είναι απατηλή. Ο 40άρης Αντουάν κάνει ψυχοθεραπεία για να ξεπεράσει τις ενοχές που αισθάνεται γιατί "πρόδωσε" την πρώτη του σύζυγο Καρόλ (Ελέν Φλοράν) και τις κόρες τους. Μέσα από διάφορα φλασμπάκ, βλέπουμε τον εφηβικό έρωτά του με την Καρόλ (αργούμε ίσως να καταλάβουμε ότι πρόκειται γι' αυτούς επειδή η ομοιότητα δεν είναι προφανής), που τους ένωνε η μουσική και μια βαθιά πεποίθηση ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Η Καρόλ έχει σοβαρό πρόβλημα να αποδεχτεί ότι η Ροζ τής πήρε τον μοναδικό άντρα της ζωής της ("ποτέ δεν έχω φιλήσει άλλον άντρα"). Ταυτόχρονα, αρχίζει ένα δεύτερο αφηγηματικό νήμα στο Παρίσι του 1969, όπου η Ζακλίν (Βανέσα Παραντί) φέρνει στον κόσμο έναν γιο με σύνδρομο Ντάουν. Η απόλυτη αγάπη της για τον μικρό Λοράν θα την οδηγήσει να γίνει μια κυριαρχική μητέρα που δεν θα επιτρέψει στον γιο της να δώσει την αγάπη του σε καμιά άλλη. Οι δυο ιστορίες προχωράνε παράλληλα και μόνο προς το τέλος ο σκηνοθέτης θα τις συνδέσει, αφήνοντας ωστόσο την ερμηνεία στον χώρο της μεταφυσικής.
Ο Βαλέ ξέρει σίγουρα να δημιουργεί ένταση εκεί που χρειάζεται. Μας δίνει εξαιρετικές εικόνες με άρτιο μοντάζ που πηγαινοέρχεται στον χώρο και στον χρόνο, συνδέοντας συνήθως τα κάδρα του με τη μουσική - με τους Pink Floyd (Breathe, Speak to Me, The Great Gig in the Sky, Time) να κυριαρχούν, μαζί με τα ομότιτλα κομμάτια. Κάποια στιγμή, βέβαια, αναρωτήθηκα πού το πηγαίνει έτσι που απλώνει τις ιστορίες του. Γρήγορα, όμως, καταλαβαίνεις ότι κλιμακώνει τις αφηγήσεις του για να οδηγήσει στη σύγκρουση ανάμεσα στον απόλυτο πνευματικό έρωτα της Καρόλ και τη γήινη σεξουαλικότητα της Ροζ (τονίζεται από την ιδιαίτερα αισθησιακή κινηματογράφηση των ερωτικών συνευρέσεων). Συγχρόνως, παίρνουμε και μια γεύση του ρόλου που παίζει η οικογένεια του Αντουάν (πόσο πληκτικές δείχνουν οι οικογενειακές τους συγκεντρώσεις, με την κάμερα να αποφεύγει να σταθεί σε άλλα πρόσωπα πλην των γονιών του!), αλλά και η φίλη τής Καρόλ.
Ο προβληματισμός για την ύπαρξη ή μη του απόλυτου έρωτα ("αδερφές ψυχές", "μέχρι τον ουρανό", "για πάντα") εξακολουθεί φυσικά - αν πάψει ποτέ - να ταλανίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Παρά το γεγονός ότι προσωπικά κινούμαι σε πιο κυνικές σφαίρες, δεν βρήκα αδιάφορους τους συλλογισμούς του Βαλέ. Αυτό που με ενόχλησε (όπως πάντα, άλλωστε) ήταν το ανακάτεμα της μεταφυσικής, έστω και με τον λίγο-πολύ μεσοβέζικο τρόπο με τον οποίο δίνεται στην ταινία. Από την άλλη, βέβαια, σκέφτομαι πως δεν συμμερίζονται όλοι τον δικό μου πραγματισμό (σκεπτικισμό; δογματισμό; όπως θέλετε πείτε τον) και η ταινία μάλλον θα συγκινήσει αρκετούς - και όχι άδικα.
Η ταινία ξεκινάει με τον Αντουάν (πρώτη εμφάνιση στον κινηματογράφο του τραγουδιστή-τραγουδοποιού Κέβιν Πάρεντ), την αγαπημένη του Ροζ (Εβελίν Μπροσί) και τις δύο κόρες του, χωρίς οικονομικά ή άλλα προβλήματα, στο πλούσιο σπίτι του με την πισίνα. Ο Αντουάν είναι επιτυχημένος επαγγελματίας DJ που γυρίζει όλο τον κόσμο παίζοντας μουσική. Σύντομα θα διαπιστώσουμε ότι αυτή η απόλυτα ευτυχισμένη εικόνα είναι απατηλή. Ο 40άρης Αντουάν κάνει ψυχοθεραπεία για να ξεπεράσει τις ενοχές που αισθάνεται γιατί "πρόδωσε" την πρώτη του σύζυγο Καρόλ (Ελέν Φλοράν) και τις κόρες τους. Μέσα από διάφορα φλασμπάκ, βλέπουμε τον εφηβικό έρωτά του με την Καρόλ (αργούμε ίσως να καταλάβουμε ότι πρόκειται γι' αυτούς επειδή η ομοιότητα δεν είναι προφανής), που τους ένωνε η μουσική και μια βαθιά πεποίθηση ότι ήταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Η Καρόλ έχει σοβαρό πρόβλημα να αποδεχτεί ότι η Ροζ τής πήρε τον μοναδικό άντρα της ζωής της ("ποτέ δεν έχω φιλήσει άλλον άντρα"). Ταυτόχρονα, αρχίζει ένα δεύτερο αφηγηματικό νήμα στο Παρίσι του 1969, όπου η Ζακλίν (Βανέσα Παραντί) φέρνει στον κόσμο έναν γιο με σύνδρομο Ντάουν. Η απόλυτη αγάπη της για τον μικρό Λοράν θα την οδηγήσει να γίνει μια κυριαρχική μητέρα που δεν θα επιτρέψει στον γιο της να δώσει την αγάπη του σε καμιά άλλη. Οι δυο ιστορίες προχωράνε παράλληλα και μόνο προς το τέλος ο σκηνοθέτης θα τις συνδέσει, αφήνοντας ωστόσο την ερμηνεία στον χώρο της μεταφυσικής.
Ο Βαλέ ξέρει σίγουρα να δημιουργεί ένταση εκεί που χρειάζεται. Μας δίνει εξαιρετικές εικόνες με άρτιο μοντάζ που πηγαινοέρχεται στον χώρο και στον χρόνο, συνδέοντας συνήθως τα κάδρα του με τη μουσική - με τους Pink Floyd (Breathe, Speak to Me, The Great Gig in the Sky, Time) να κυριαρχούν, μαζί με τα ομότιτλα κομμάτια. Κάποια στιγμή, βέβαια, αναρωτήθηκα πού το πηγαίνει έτσι που απλώνει τις ιστορίες του. Γρήγορα, όμως, καταλαβαίνεις ότι κλιμακώνει τις αφηγήσεις του για να οδηγήσει στη σύγκρουση ανάμεσα στον απόλυτο πνευματικό έρωτα της Καρόλ και τη γήινη σεξουαλικότητα της Ροζ (τονίζεται από την ιδιαίτερα αισθησιακή κινηματογράφηση των ερωτικών συνευρέσεων). Συγχρόνως, παίρνουμε και μια γεύση του ρόλου που παίζει η οικογένεια του Αντουάν (πόσο πληκτικές δείχνουν οι οικογενειακές τους συγκεντρώσεις, με την κάμερα να αποφεύγει να σταθεί σε άλλα πρόσωπα πλην των γονιών του!), αλλά και η φίλη τής Καρόλ.
Ο προβληματισμός για την ύπαρξη ή μη του απόλυτου έρωτα ("αδερφές ψυχές", "μέχρι τον ουρανό", "για πάντα") εξακολουθεί φυσικά - αν πάψει ποτέ - να ταλανίζει τον σύγχρονο άνθρωπο. Παρά το γεγονός ότι προσωπικά κινούμαι σε πιο κυνικές σφαίρες, δεν βρήκα αδιάφορους τους συλλογισμούς του Βαλέ. Αυτό που με ενόχλησε (όπως πάντα, άλλωστε) ήταν το ανακάτεμα της μεταφυσικής, έστω και με τον λίγο-πολύ μεσοβέζικο τρόπο με τον οποίο δίνεται στην ταινία. Από την άλλη, βέβαια, σκέφτομαι πως δεν συμμερίζονται όλοι τον δικό μου πραγματισμό (σκεπτικισμό; δογματισμό; όπως θέλετε πείτε τον) και η ταινία μάλλον θα συγκινήσει αρκετούς - και όχι άδικα.
[Δείτε τρέιλερ του Café de Flore με ελληνικούς υπότιτλους από το YouTube.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου